Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πρὸς τὸ ὄρος

  • 1 προς-ίκτωρ

    προς-ίκτωρ, ορος, ὁ, der flehend zu den Tempeln Kommende, ἱκέτης, Aesch. Eum. 118. 419.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > προς-ίκτωρ

  • 2 πρός

    πρός, Prep., expressing direction,
    A on the side of, in the direction of, hence c. gen., dat., and acc., from, at, to: [dialect] Ep. also [full] προτί and [full] ποτί, in Hom. usually c. acc., more rarely c. dat., and each only once c. gen., Il.11.831, 22.198:—dialectal forms: [dialect] Dor.[full] ποτί (q. v.) and [full] ποί, but Cret. [full] πορτί Leg.Gort.5.44, etc., Argive [full] προτ( [full] ί) Schwyzer 84.3 (found at Tylisus, V B.C.), restored in Mnemos.57.208(Argos, vi B.C.), and in Alcm.30; Arc., Cypr. [full] πός SIG306.11 (Tegea, iv B.C.), Inscr.Cypr. 135.19H., also sts. in Asia Minor in compds., v. ποσάγω, ποσφέρω; [dialect] Aeol. [full] πρός Sapph.69 ([etym.] προς-), 109, Alc.20 (s. v.l.); [full] πρές Jo.Gramm. Comp.3.10; Pamphylian περτ ([etym.] ί) Schwyzer 686.7, 686a4. (With [full] προτί, [full] πρός cf. Skt. práti 'towards, near to, against, back, etc.', Slav. protiv[ucaron], Lett. pret 'against', Lat. pretium: [full] ποτί (q. v.) and [full] πός are not cogn.) A. WITH GEN., πρός refers to that from which something comes:
    I of Place, from,

    ἵκετο ἠὲ π. ἠοίων ἦ ἑσπερίων ἀνθρώπων Od. 8.29

    ;

    τὸν π. Σάρδεων ἤλεκτρον S.Ant. 1037

    (v.l.).
    2 on the side of, towards, νήσοισι πρὸς Ἤλιδος towards Elis, Od.21.347; π. ἁλός, π. Θύμβρης, Il.10.428, 430;

    εἶναι π. θαλάσσης Hdt.2.154

    ;

    ἱδρῦσθαι π. τοῦ Ἑλλησπόντου Id.8.120

    ;

    ἐστρατοπεδεύοντο π. Ὀλύνθου Th.1.62

    , etc.; φυλακαὶ π. Αἰθιόπων, π. Ἀραβίων, π. Διβύης, on the frontier towards the Ethiopians, etc., Hdt.2.30: freq. with words denoting the points of the compass, δύω θύραι εἰσίν, αἱ μὲν π. βορέαο, αἱ δ' αὖ π. νότου one on the north side, the other on the south side, Od.13.110;

    οἰκέουσι π. νότου ἀνέμου Hdt.3.101

    ; π. ἄρκτου τε καὶ βορέω ἀνέμου κατοικημένοι ib. 102; π. μεσαμβρίης ib. 107; π. τοῦ Τμώλου τετραμμένον τῆς πόλιος (in such phrases the acc. is more common) Id.1.84;

    π. Πλαταιῶν Th. 3.21

    ;

    π. Νεμέας Id.5.59

    ; ἀπὸ τῆσδε τῆς ὁδοῦ τὸ π. τοῦ λιμένος ἅπαν everything on the harbour- ward side of this road, IG12.892: combined with π. c. acc.,

    π. ἠῶ τε καὶ τοῦ Τανάϊδος Hdt.4.122

    ;

    τὸν μέν π. βορέω ἑστεῶτα, τὸν δὲ π. νότον Id.2.121

    , cf. 4.17.
    3 before, in presence of,

    μάρτυροι ἔστων π. τε θεῶν μακάρων π. τε θνητῶν ἀνθρώπων Il.1.339

    ;

    οὐδ' ἐπιορκήσω π. δαίμονος 19.188

    ; ποίτοῦ Ἀπόλλωνος .. ὑπίσχομαι prob. in IG22.1126.7 (Amphict. Delph., iv B. C.); ὑποσχομένους πρὸς τοῦ Διός ib.1237.16: hence,
    b in the eyes of,

    ἄδικον οὐδὲν οὔτε π. θεῶν οὔτε π. ἀνθρώπων Th.1.71

    , cf. X.An.1.6.6, etc.; ὅσιος π. θεῶν Lex ap.And.1.97; κατειπάτω.. ἁγνῶς π. τοῦ θεοῦ if he wishes to be pure in the sight of the god, SIG986.9, cf. 17 (Chios, v/iv B. C.);

    ὁ γὰρ καιρὸς π. ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει Pi.P.4.286

    .
    4 in supplication or adjuration, before, and so, in the name of,

    σε.. γουνάζομαι.. π. τ' ἀλόχου καὶ πατρός Od.11.67

    ;

    π. θεῶν πατρῴων S.Ant. 839

    (lyr.), etc.; ἱκετεύω, ἀντιβολῶ π. παίδων, π. γυναικῶν, etc., D.28.20, etc.: the verb is freq. omitted with π. θεῶν or τῶν θεῶν, E.Hec. 551, S.OT 1037, Ar.V. 760;

    π. τοῦ Διός Id.Av. 130

    : less freq. with other words,

    π. τῆς ἑστίας E.Fr.953.39

    ;

    π. Χαρίτων Luc.Hist.Conscr.14

    ;

    μὴ π. γενείου S.El. 1208

    ;

    μὴ π. ξενίας τᾶς σᾶς Id.OC 515

    (lyr.): sts. in questions, π. θεῶν, τίς οὕτως εὐήθης ἐστίν; in heaven's name, D.1.15;

    π. τῆς Ἀθηνᾶς.. ; Din.1.45

    ;

    ἆρ' οὖν, ὦ π. Διός,.. ; Pl.R. 459a

    , cf. Ap. 26e: sts. in Trag. with the pron. σε between prep. and case,

    π. νύν σε πατρὸς π. τε μητρός.. ἱκνοῦμαι S.Ph. 468

    ;

    μὴ π. σε γονάτων E.Med. 324

    .
    5 of origin or descent, from, on the side of, γένος ἐξ Ἁλικαρνησσοῦ τὰ π. πατρός by the father's side, Hdt.7.99;

    Ἀθηναῖον.. καὶ τὰ π. πατρὸς καὶ τὰ π. μητρός D.57.17

    , cf. Isoc.3.42, SIG1015.7 (Halic.); πρόγονοι ἢ π. ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν in the male or female line, Pl.Tht. 173d;

    ὁ πατὴρ π. μὲν ἀνδρῶν ἦν τῶν Εὐπατριδῶν Isoc.16.25

    ;

    οἱ συγγενεῖς τοῦ πατρὸς καὶ π. ἀνδρῶν καὶ π. γυναικῶν D.57.23

    ; οἱ π. αἵματος blood-relations, S.Aj. 1305;

    ἢ φίλων τις ἢ π. αἵματος φύσιν Id.El. 1125

    .
    II of effects proceeding from what cause soever:
    1 from, at the hand of, with Verbs of having, receiving, etc.,

    ὡς ἂν.. τιμὴν καὶ κῦδος ἄρηαι π. πάντων Δαναῶν Il.16.85

    , cf. 1.160, etc.;

    τιμὴν π. Ζηνὸς ἔχοντες Od.11.302

    ;

    δίδοι οἱ.. χάριν ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων Pi.O.7.90

    ;

    ἄνθεα τιμῆς πρὸς θνητῶν ἀνελέσθαι Emp.4.7

    ;

    φυλακῆς π. δήμου κυρῆσαι Hdt.1.59

    ;

    τυχεῖν τινος π. θεῶν A.Th. 550

    , cf. S.Aj. 527;

    λαχὼν π. δαιμόνων ὄλβον Pi.N.9.45

    ;

    κακόν τι π. θεῶν ἢ π. ἀνθρώπων λαβεῖν Hdt.2.139

    , etc.;

    μανθάνειν π. ἀστῶν S.OC13

    : with passive Verbs, προτὶ Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι to have been taught by.., Il.11.831, cf. S.OT 357;

    ἄριστα πεποίηται.. πρὸς Τρώων Il.6.57

    ; αἴσχε' ἀκούω π. Τρώων ib. 525, cf. Heraclit.79;

    ταῦτα.. π. τούτου κλύειν S.OT 429

    ;

    οὐ λέγεται π. οὐδαμῶν Hdt.1.47

    ; ἀτιμάζεσθαι, τετιμῆσθαι π. τινῶν, ib.61,2.75; also

    λόγου οὐδενὸς γίνεσθαι π. τινῶν Id.1.120

    ; παθεῖν τι π. τινός at the hand of, ib.73;

    π. ἀλλήλοιν θανεῖν E. Ph. 1269

    , cf. S.OT 1237; π. τῆς τύχης ὄλωλεν ib. 949;

    τὸ ποιεύμενον π. τῶν Λακεδαιμονίων Hdt.7.209

    ;

    αἰτηθέντες π. τινὸς χρήματα Id.8.111

    ;

    ἱμέρου βέλει π. σοῦ τέθαλπται A.Pr. 650

    : with an Adj. or Subst.,

    τιμήεσσα π. πόσιος Od.18.162

    ;

    ἐπίφθονος π. τῶν πλεόνων ἀνθρώπων Hdt.7.139

    ;

    ἔρημος π. φίλων S.Ant. 919

    ;

    ἀπαθὴς π. ἀστῶν Pi.P.4.297

    ;

    πειθὼ π. τινός S.El. 562

    ;

    π. Τρώων.. κλέος εἶναι Il.22.514

    ; ἄρκεσις π. ἀνδρός, δόξα π. ἀνθρώπων, S.OC73, E.Heracl. 624 (lyr.);

    ἐλίπετο ἀθάνατον μνήμην π. Ἑλλησποντίων Hdt.4.144

    : with an Adv., οἶμαι γὰρ ἂν οὐκ ἀχαρίστως μοι ἔχειν οὔτε π. ὑμῶν οὔτε π. τῆς Ἑλλάδος I shall meet with no ingratitude at your hands, X.An.2.3.18, cf. Pl.R. 463d.
    2 of things, π. τίνος ποτ' αἰτίας [τέθνηκεν]; from of by what cause? S.OT 1236; π. ἀμπλακημάτων by or by reason of.., Id.Ant.51.
    III of dependence or close connexion: hence,
    1 dependent on one, under one's protection,

    π. Διός εἰσι ξεῖνοί τε πτωχοί τε Od.6.207

    ,14.57; δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας π. Διὸς εἰρύαται by commission from him, Il.1.239; π. ἄλλης ἱστὸν ὑφαίνοις at the bidding of another, 6.456.
    2 on one's side, in one's favour, Hdt.1.75, 124, S.OT 1434, Tr. 479, etc.;

    π. τῶν ἐχόντων.. τὸν νόμον τίθης E.Alc. 57

    .
    IV of that which is derivable from: hence, agreeable to, becoming, like,

    τὰ τοιαῦτα ἔργα οὐ π. τοῦ ἅπαντος ἀνδρὸς νενόμικα γίνεσθαι, ἀλλὰπ. ψυχῆς τε ἀγαθῆς καὶ ῥώμης ἀνδρηΐης Hdt.7.153

    , cf.5.12; ἦ κάρτα π. γυναικὸς αἴρεσθαι κέαρ 'tis very like a woman, A.Ag. 592, cf. 1636;

    οὐ π. ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδάς S.Aj. 581

    , cf. Ar.V. 369, E.Hel. 950, etc.;

    π. σοῦ ἐστι Id.HF 585

    , etc.;

    οὐκ ἦν π. τοῦ Κύρου τρόπου X.An. 1.2.11

    , etc.: of qualities, etc.,

    π. δυσσεβείας A.Ch. 704

    ; π. δίκης οὐδὲν τρέμων agreeably to justice, S.OT 1014, cf.El. 1211;

    οὐ π. τῆς ὑμετέρας δόξης Th.3.59

    ; ἐάν τι ἡμῖν π. λόγου ᾖ if it be at all to our purpose, Pl.Grg. 459c;

    εἰ τόδε π. τρόπου λέγω

    correctly,

    Id.R. 470c

    ; but π. τρόπου τι ὠνεῖσθαι buy at a reasonable price, Thphr.Char.30.12;

    τὰ γενήματα π. ἐλάσσονος τιμᾶς πωλῶν IG5(2).515.14

    ([place name] Lycosura); π. ἀγαθοῦ, π. κακοῦ τινί ἐστι or γίγνεται, it is to one's advantage or otherwise, Arist.Mu. 397a30, Arr.An.7.16.5, Hld.7.12; π. ἀτιμίας λαβεῖν τι to take a thing as an insult, regard it so, Plu.Cic.13;

    π. δέους λαβεῖν τι Id.Flam.7

    ; λαβεῖν τι π. ὀργῆς (v.l. ὀργήν) J.AJ8.1.3; μοι π. εὐκλείας γένοιτο ib. 18.7.7; τῷ δήμῳ π. αἰσχύνης ἂν ἦν, π. ὀνείδους ἂν ἦν τῇ πόλει, Lib.Decl.43.27,28.
    B WITH DAT., it expresses proximity, hard by, near, at,

    ποτὶ γαίῃ Od.8.190

    , 11.423;

    ποτὶ γούνασι Il.5.408

    ; ποτὶ δρυσίν among the oaks, 14.398 (nisi leg. περί)

    ; πρὸς ἄκμονι χαλκεύειν Pi.P.1.86

    ; ποτὶ γραμμᾷ στᾶσαί τινα ib.9.118; ἄγκυραν ποτὶ ναΐ κρημνάντων ib.4.24;

    δῆσαί τινα πρὸς φάραγγι A.Pr.15

    ;

    νεὼς καμούσης ποντίῳ π. κύματι Id.Th. 210

    ;

    π. μέσῃ ἀγορᾷ S.Tr. 371

    ;

    π. Ἀργείων στρατῷ Id.Aj.95

    ;

    π. πέδῳ κεῖται Id.OT 180

    (lyr.); θακεῖν π. ναοῖς ib.20, cf. A.Eu. 855;

    π. ἡλίου ναίουσι πηγαῖς Id.Pr. 808

    ;

    π. τῇ γῇ ναυμαχεῖν Th. 7.34

    ; ἐς μάχην καθίστασθαι π. (v.l. ὑπ')

    αὐτῇ τῇ πόλει Id.2.79

    ;

    τεῖχος π. τῇ θαλάσσῃ Id.3.105

    ;

    αἱ π. θαλάττῃ πόλεις X.HG4.8.1

    ; τὸ π. Αἰγίνῃ στράτευμα off Aegina, Th.1.105; Αίβυες οἱ π. Αἰγύπτῳ bordering on.., ib. 104; τὸ π. ποσί that which is close to the feet, before one, S.OT 130, etc.; θρηνεῖν ἐπῳδὰς π... πήματι over it, Id.Aj. 582; αἱ π. τῇ βάσει γωνίαι the angles at the base, Euc.1.5,al.;

    τὴν π. τῷ.. ιερῷ κρήνην IG22.338.13

    , cf. SIG1040.15 (Piraeus, iv B. C.), al.
    2 before, in the presence of, π. τοῖς θεσμοθέταις, π. τῷ διαιτητῇ λέγειν, D. 20.98,39.22;

    ὅσα π. τοῖς κριταῖς γέγονεν Id.21.18

    ;

    π. διαιτητῇ φεύγειν Id.22.28

    .
    3 with Verbs denoting motion towards a place, upon, against,

    ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ Il.1.245

    , Od.2.80;

    με βάλῃ.. ποτὶ πέτρῃ 5.415

    , cf. 7.279, 9.284;

    νῆας ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν 3.298

    , cf. 5.401; λιαζόμενον ποτὶ γαίῃ sinking on the ground, Il.20.420;

    ἴσχοντες πρὸς ταῖς πόλεσι Th.7.35

    .
    4 sts. with a notion of clinging closely, προτὶ οἷ λάβε clasped to him, Il.20.418;

    προτὶ οἷ εἷλε 21.507

    ;

    πρὸς ἀλλήλῃσιν ἔχονται Od.5.329

    ;

    προσπεπλασμένας.. π. ὄρεσι Hdt.3.111

    ; π. δμῳαῖσι κλίνομαι fall into the arms of.., S.Ant. 1189;

    π. τινί

    close to,

    Men. Epit. 204

    .
    II to express close engagement, at the point of,

    π. αὐτῷ γ' εἰμὶ τῷ δεινῷ λέγειν S.OT 1169

    ; engaged in or about,

    π. τῷ εἰρημένῳ λόγῳ ἦν Pl.Phd. 84c

    , cf. Phdr. 249c, 249d;

    ἂν π. τῷ σκοπεῖν.. γένησθε D.18.176

    ;

    ἀεὶ π. ᾧ εἴη ἔργῳ, τοῦτο ἔπραττεν X. HG4.8.22

    ; διατρίβειν or σχολάζειν π. τινί, Epicr.11.3 (anap.), Arist. Pol. 1308b36 (but

    π. ταῦτα ἐσχόλασα X.Mem.3.6.6

    );

    ὅλος εἶναι π. τῷ λήμματι D.19.127

    ;

    π. τῇ ἀνάγκῃ ταύτῃ γίγνεσθαι Aeschin.1.74

    ; τὴν διάνοιαν, τὴν γνώμην ἔχειν π. τινί, Pl.R. 500b, Aeschin.3.192; κατατάξαι αὐτὸν π. γράμμασιν, i.e. give him a post as clerk, PCair.Zen. 342.3 (iii B. C.);

    ὁ π. τοῖς γράμμασι τεταγμένος Plb.15.27.7

    , cf. 5.54.7, D.S.2.29,3.22;

    ἐπιμελητὴς π. τῇ εἰκασίᾳ τοῦ σησάμου PTeb.713.2

    , cf.709.1 (ii B. C.).
    III to express union or addition, once in Hom., ἄασάν μ' ἕταροί τε κακοὶ π. τοῖσί τε ὕπνος and besides them sleep, Od.10.68;

    π. τοῖς παροῦσιν ἄλλα

    in addition to,

    A.Pr. 323

    , cf. Pers. 531, Xenoph.8.3. Emp.59.3;

    ἄλλους π. ἑαυτῷ Th.1.90

    ; π. ταῖς ἡμετέραις [τριήρεσι] Id.6.90;

    δέκα μῆνας π. ἄλλοις πέντε S.Tr.45

    ;

    τρίτος.. π. δέκ' ἄλλαισιν γοναῖς A.Pr. 774

    ; κυβερνήτης π. τῇ σκυτοτομίᾳ in addition to his trade of leather-cutter, Pl.R. 397e: freq. with neut. Adjs., π. τῷ νέῳ ἁπαλός besides his youth, Id.Smp. 195c, cf. Tht. 185e;

    π. τῷ βλαβερῷ καὶ ἀηδέστατον Id.Phdr. 240b

    ; π. τούτοισι besides this, Hdt.2.51, cf. A.Pers. 237 (troch.), etc.; rarely in sg.,

    π. τούτῳ Hdt.1.31

    ,41; π. τοῖς ἄλλοις besides all the rest, Th.2.61, etc.:—cf. the Advb. usage, infr. D.
    C WITH ACCUS., it expresses motion or direction towards an object:
    I of Place, towards, to, with Verbs of Motion,

    ἰέναι π. Ὄλυμπον Il.1.420

    ; ἰέναι π. δώματα, etc., Od.2.288, etc.;

    ἰέναι π. ἠῶ τ' ἠέλιόν τε Il.12.239

    ; φέρειν προτὶ ἄστυ, ἄγειν προτὶ Ἴλιον, etc., 13.538, 657, etc.; ἄγεσθαιπρὸς οἶκον, ἐρύεσθαι ποτὶ Ἴλιον, 9.147,18.174; ὠθεῖν, δίεσθαι προτὶ ἄστυ, 16.45, 15.681, etc.;

    ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα Od.8.374

    ;

    βαλεῖν ποτὶ πέτρας 12.71

    ;

    κυλινδόμενα προτὶ χέρσον 9.147

    ; ἀπῆλθε πρὸς ἑαυτόν returned to his home, LXX Nu.24.25; κληθῆναι π. τὸ δεῖπνον (rarer than ἐπὶ δεῖπνον) Plu. Cat.Ma.3.
    2 with Verbs implying previous motion, upon, against, π. τεῖχος, π. κίονα ἐρείσας, Il.22.112, Od.8.66;

    ἅρματα.. ἔκλιναν π. ἐνώπια Il.8.435

    ;

    ἔγχος ἔστησε π. κίονα Od.1.127

    ;

    ποτὶ τοῖχον ἀρηρότες 2.342

    ;

    ποτὶ βωμὸν ἵζεσθαι 22.334

    ;

    πρὸς γοῦνα καθέζετό τινος 18.395

    ;

    π. ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνει A.Pr. 278

    ;

    τὰ πολλὰ πατρὸς π. τάφον κτερίσματα S.El. 931

    ; χῶρον π. αὐτὸν τόνδ' dub. in Id.Ph.23; later,

    ἔστη π. τὸν στῦλον LXX 4 Ki.23.3

    ;

    ὁ ὄχλος π. τὴν θάλασσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἦσαν Ev.Marc.4.1

    ; π. ὑμᾶς παραμενῶ with you, 1 Ep.Cor.16.6;

    ἐκήδευσαν τὸν.. πατέρα.. π. τοὺς λοιποὺς συγγενεῖς

    beside,

    Supp.Epigr.6.106

    ([place name] Cotiaeum).
    b of addition,

    ποὶ τὰν στάλαν ποιγραψάνσθω τάδε SIG56.46

    (Argos, v B. C.);

    ἵππον προσετίθει πρὸς τοὔνομα Ar.Nu.63

    , cf. Hdt.6.125, X.HG1.5.6, Pl.Phlb. 33c, Arist.Rh. 1359b28; προσεδαπάνησε π. τὸ μερισθὲν αὐτῷ εἰς τὸ ἔλαιον ἐκ τῶν ἰδίων over and above the sum allotted to him, IG22.1227.9; προσετέθη π. τὸν λαὸν αὐτοῦ was gathered to his people, LXX Ge.49.33.
    3 with Verbs of seeing, looking, etc., towards,

    ἰδεῖν π. τινά Od.12.244

    , al.; ὁρᾶν, ἀποβλέπειν π. τι or τινά, A.Supp. 725, Ar.Ach. 291, etc.;

    ἀνταυγεῖ π. Ὄλυμπον Emp.44

    ; στάντε ποτὶ πνοιήν so as to face it, Il.11.622 (similarly, πέτονται πρὸς τὸ πνεῦμα against the wind, Arist.HA 597a32); κλαίεσκε π. οὐρανόν cried to heaven, Il.8.364: freq. of points of the compass, π. ζόφον κεῖσθαι lie towards the West, Od.9.26;

    ναίειν π. ἠῶ τ' ἠέλιόν τε 13.240

    ;

    στάντα π. πρώτην ἕω S.OC 477

    ; so in Prose,

    π. ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς Hdt. 1.201

    , cf. 4.40;

    π. βορέην τε καὶ νότον Id.2.149

    ; also

    ἀκτὴ π. Τυρσηνίην τετραμμένη τῆς Σικελίης Id.6.22

    (v. supr. A. 1.2); π. ἥλιον facing the sun, and so, in the sunlight, Ar.V. 772; so π. λύχνον by lamplight, Id. Pax 692, Jul.Ep.4;

    π. τὸ λύχνον Hippon.22

    Diehl, cf. Arist.Mete. 375a27;

    πὸτ τὸ πῦρ Ar.Ach. 751

    ;

    πρὸς τὸ πῦρ Pl.R. 372d

    , cf. Arist.Pr. 870a21; π. φῶς in open day, S.El. 640; but, by torch-light, Plu.2.237a.
    4 in hostile sense, against,

    π. Τρῶας μάχεαι Il.17.471

    ;

    ἐστρατόωνθ'.. π. τείχεα Θήβης 4.378

    ; π. δαίμονα against his will, 17.98;

    βεβλήκει π. στῆθος 4.108

    ;

    γούνατ' ἐπήδα π. ῥόον ἀΐσσοντος 21.303

    ;

    χρὴ π. θεὸν οὐκ ἐρίζειν Pi.P.2.88

    ;

    π. τοὐμὸν σπέρμα χωρήσαντα S.Tr. 304

    ;

    ἐπιέναι π. τινάς Th.2.65

    ;

    ὅσα ἔπραξαν οἱ Ἕλληνες π. τε ἀλλήλους καὶ τὸν βάρβαρον Id.1.118

    ;

    ἀγωνίζεσθαι π. τινά Pl.R. 579c

    ;

    ἀντιτάττεσθαι π. πόλιν X.Cyr.3.1.18

    : also in argument, in reply to,

    ταῦτα π. τὸν Πιττακὸν εἴρηται Pl.Prt. 345c

    ; and so in the titles of judicial speeches, πρός τινα in reply to, less strong than κατά τινος against or in accusation, D.20 tit., etc.;

    μήτε π. ἐμὲ μήτε κατ' ἐμοῦ δίκην εἶναι Is.11.34

    .
    5 without any hostile sense,

    π. ἀλλήλους ἔπεα πτερόεντ' ἀγόρευον Il.3.155

    ,cf.5.274,11.403,17.200;

    π.ξεῖνον φάσθαι ἔπος ἠδ' ἐπακοῦσαι Od.17.584

    ; λέγειν, εἰπεῖν, φράζειν π. τινά, Hdt. 1.8,90, Ar.V. 335, Nu. 359;

    ἀπαγγεῖλαι π. τινάς A.Ch. 267

    ;

    μνησθῆναι π. τινά Lys.1.19

    , etc.;

    ἀμείψασθαι π. τινά Hdt.8.60

    codd.;

    ἀποκρίνεσθαι π. τινάς Ar.Ach. 632

    , Th.5.42; ὤμοσε δὲ π. ἔμ' αὐτόν he swore to me, Od.14.331: π. sts. governs the reflex. pron.,

    διαλογίζεσθαι π. ὑμᾶς αὐτούς Is.7.45

    ; ἀναμνήσθητε, ἐνθυμήθητε π. ὑμᾶς αὐτούς, Isoc.6.52, 15.60;

    π. ἐμαυτὸν.. ἐλογιζόμην Pl.Ap. 21d

    ; μινύρεσθαι, ἄδειν π. ἑαυτόν, Ar.Ec. 880, 931;

    ἐπικωκύω.. αὐτὴ π. αὑτήν S.El. 285

    .
    b π. σφέας ἔχειν δοκέουσι, i.e. they think they are pregnant, Hp.Nat.Puer. 30.
    6 of various kinds of intercourse or reciprocal action, π... Διομήδεα τεύχε' ἄμειβεν changed arms with Diomedes, Il.6.235;

    ὅσα.. ξυμβόλαια.. ἦν τοῖς ἰδιώταις π. τοὺς ἰδιώτας ἢ ἰδιώτῃ π. τὸ κοινόν IG12.116.19

    ; σπονδάς, συνθήκας ποιεῖσθαι π. τινά, Th.4.15, Plb.1.17.6;

    ξυγχωρεῖν π. τινάς Th.2.59

    ;

    γίγνεται ὁμολογία π. τινάς Id.7.82

    , cf. Hdt. 1.61;

    π. τινὰς ξυμμαχίαν ποιεῖς θαι Th.5.22

    ;

    π. ἀλλήλους ἡσυχίαν εἶχον καὶ π. τοὺς ἄλλους.. εἰρήνην ἦγον Isoc.7.51

    ;

    π. ἀλλήλους ἔχθραι τε καὶ στέργηθρα A.Pr. 491

    ; also

    σαίνειν ποτὶ πάντας Pi.P.2.82

    , cf. O.4.6;

    παίζειν πρός τινας E.HF 952

    , etc.;

    ἀφροδισιάζειν π. τινά X.Mem.1.3.14

    ;

    ἀγαθὸς γίγνεσθαι π. τινά Th.1.86

    ;

    εὐσεβὴς π. τινὰς πέλειν A.Supp. 340

    ; διαλέγεσθαι π. τινά converse with.., X.Mem.1.6.1, Aeschin.2.38,40, 3.219;

    κοινοῦσθαι π. τινάς Pl.Lg. 930c

    ;

    π. τοὺς οἰκέτας ἀνακοινοῦσθαι περὶ τῶν μεγίστων Thphr.Char.4.2

    ; διαλογίζεσθαι π. τινά balance accounts with.., D.52.3, cf. SIG241.127 (Delph., iv B. C.);

    ἃ ἔχει διελόμενος π. τὸν ἀδελφόν IG12(7).55.8

    (Amorgos, iv/iii B. C.), cf. D. 47.34.
    b in phrases of the form ἡ π. τινὰ εὔνοια (ἔχθρα, etc.), π. sts. means towards, as ἡ π. αὑτοὺς φιλία the affection of their wives towards or for them, X.Cyr.3.1.39;

    ἡ π. ὑμᾶς ἔχθρα Id.HG3.5.10

    ;

    ἡ ἀπέχθεια ἡ π. τοὺς πλουσίους Arist.Pol. 1305a23

    ;

    τὴν π. τοὺς τετελευτηκότας εὔνοιαν ὑπάρχουσαν D.18.314

    , cf. SIG352.13 (Ephesus, iv/iii B. C.), al.;

    φυσικαὶ τοκέων στοργαὶ π. τέκνα ποθεινά IG12(5).305.13

    ([place name] Paros): but sts. at the hands of, ἡ π. τὸ θεῖον εὐμένεια the favour of the gods, Th.5.105; φθόνος τοῖς ζῶσι π. τὸ ἀντίπαλον jealousy is incurred by the living at the hands of their rivals, Id.2.45; τὴν ἀπέχθειαν τὴν π. Θηβαίους.. τῇ πόλει γενέσθαι the hostility incurred by Athens at the hands of the Thebans, D.18.36, cf.6.3, 19.85; τῇ φιλίᾳ τῇ π. τὸν τετελευτηκότα the friendship with (not 'affection for') the deceased, Is.1.17, cf. Pl.Ap. 21c, 28a, Isoc.15.101,19.50, Lycurg.135, Din.1.19, etc.;

    τίνος ὄντος ἐμοὶ π. ὑμᾶς ἐγκλήματος; Lys.10.23

    , cf. 16.10;

    τιμώμενος.. διὰ τὴν π. ὑμᾶς πίστιν Din.3.12

    , cf. Lys.12.67, D.20.25; τῷ φόβῳ τῷ π. ὑμᾶς the fear inspired by you, Id.25.93; τῇ π. Ῥωμαίους εὐνοία his popularity with the Romans, Plb.23.7.5.
    7 of legal or other business transacted before a magistrate, witness, etc.,

    τάδε ὁ σύλλογος ἐβουλεύσατο.. π. μνήμονας SIG45.8

    (Halic., v B. C.), cf. IG7.15.1 (Megara, ii B. C.); γράφεσθαι αὐτὸν κλοπῆς.. π. τοὺς ἐπιμελητάς ib.12.65.46; ἀτέλειαν εἶναι αὐτῷ καὶ δίκας π. τὸν πολέμαρχον ib.153.7; λόγον διδόντων τῶν.. χρημάτων.. π. τοὺς λογιστάς ib.91.27; before a jury,

    ἔστι δὲ τούτοις μὲν π. ὑμᾶς ἁγών, ὑμῖν δὲ π. ἅπασαν τὴν πόλιν Lys. 26.14

    ;

    ἀντιδικῆσαι τῷ παιδὶ.. π. ὑμᾶς Is.11.19

    codd. (dub.); before a witness to whom an appeal for corroboration is made, Id.3.25;

    ὀμόσαντες πὸ (τ) τὸν θεόν Schwyzer 418.11

    ([place name] Elis); φέρρεν αὐτὸν πὸ (τ) τὸν Δία in the eyes of Zeus, ib.415.7(ibid.); λαχεῖν πρὸς τὸν ἄρχοντα, γράφεσθαι π. τοὺς θεσμοθέτας, D.43.15, Lex ib.21.47, cf. Arist.Ath.56.6;

    τοῖς ἐμπόροις εἶναι τὰς δίκας π. τοὺς θεσμοθέτας D.33.1

    ; θέντων τὰ.. ποτήρια.. π. Πολύχαρμον having pawned the cups with P., IPE12.32A15 (Olbia, iii B. C.); also

    διαβάλλειν τινὰ π. τοὺς πολλούς X. Mem. 1.2.31

    , cf. D.7.33.
    II of Time, towards or near a certain time, at or about,

    ποτὶ ἕσπερα Od.17.191

    ;

    ποτὶἕσπερον Hes.Op. 552

    ;

    πρὸς ἑσπέραν Pl.R. 328a

    ;

    ἐπεὶ π. ἑσπέραν ἦν X.HG4.3.22

    ;

    π. ἡμέραν Id.An.4.5.21

    ;

    π. ὄρθρον Ar.Lys. 1089

    ; ποτ' ὄρθρον (nisi leg. πότορθρον) Theoc.5.126, Erinn. in PSI9.1090.48 + 8 (p.xii);

    πρὸς ἕω Ar.Ec. 312

    ; π.ἀῶ ἐγρέσθαι, π. ἡμέραν ἐξεγρέσθαι, Theoc.18.55, Pl.Smp. 223c; π. γῆρας, π. τὸ γῆρας, in old age, E.Med. 592, Pl.Lg. 653a; π. εὐάνθεμον φυάν in the bloom of life, Pi.O.1.67; μέχρις ὅτου π. γυναῖκας ὦσι, i.e.of marriageable age, IG22.1368.41: later, π.τὸ παρόν for the moment, Luc.Ep. Sat.28, etc.; v. infr. 111.5.
    III of Relation between two objects,
    1 in reference to, in respect of, touching, τὰ π. τὸν πόλεμον military matters, equipments, etc., Th.2.17, etc.; τὰ π. τὸν βασιλέα our relations to the King, D.14.2; τὰ π. βασιλέα πράγματα the negotiations with the King, Th.1.128; τὰ π. τοὺς θεούς our relations, i.e. duties, to the gods, S.Ph. 1441;

    μέτεστι π. τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον.. ἐλευθέρως δὲ τὰ π. τὸ κοινὸν πολιτεύομεν Th.2.37

    ;

    οὐδὲν διοίσει π. τὸ γενέσθαι..

    in respect of..,

    Arist.APr. 24a25

    , cf. Pl.Phd. 111b; ἕτερος λόγος, οὐ π. ἐμέ that is another matter, and does not concern me, D.18.44, cf. 21,60, Isoc.4.12; τῶν φορέτρων ὄντων π. ἐμέ freightage shall be my concern, i.e. borne by me, PAmh.91.18 (ii A. D.);

    π. τοῦτον ἦν ἡ τῶν διαφόρων πρᾶξις LXX 2 Ma.4.28

    ; ἐὰν.. βοᾷ καὶ σχετλιάζῃ μηδὲν π. τὸ πρᾶγμα, nihil ad rem, D.40.61; οὐδὲν π. τὸν Διόνυσον Prov. ap.Plb.39.2.3, Suid.; οὐδὲν αὐτῷ π. τὴν πόλιν ἐστίν he owes no reckoning to the State, D.21.44;

    λόγος ἐστὶν ἐμοὶ π. Ἀθηναίους Philonid. 1

    D.;

    π. Ἰάσονά ἐστιν αὐτῷ περὶ τῆς τιμῆς PHamb.27.8

    (iii B. C.), cf. PCair.Zen.150.18 (iii B. C.); ἔσται αὐτῷ π. τὸν Θεόν (sc. ὁ λόγος ) he shall have to reckon with God, Supp.Epigr.6.188, cf. 194, al. ([place name] Eumenia); without αὐτῷ, ib.236 ([place name] Phrygia);

    ἔσται π. τὴν Τριάδαν MAMA1.168

    , cf. Supp.Epigr.6.302 (Laodicea Combusta); ἕξει π. τὸν Θεόν ib.300, al. (ibid.); ἕξει π. τὴν ἐωνίαν κρίσιν ib.4.733 ([place name] Eukhaita), cf. 6.841 ([place name] Cyprus);

    π. πολλοὺς ἔχων ἀγωνιστάς Suid.

    s.v. ὅσα μῦς ἐν πίσσῃ, cf. 2 Ep.Cor.5.12: with Advbs.,

    ἀσφαλῶς ἔχειν π. τι X.Mem.1.3.14

    , etc.; [τὸ or τὰ] πρός τι, the relative term or terms, Arist.Cat. 1b25, 6a36, al.; τὸ π. τι, Pythag. name for two, Theol.Ar.8; π. ἡμᾶς relatively to us, opp. ἁπλῶς, Arist.APo. 72a1; ὀρθὸς πρός or ποτί c. acc., perpendicular to, Archim.Sph.Cyl.2.3, Spir.20; ἁ Δζ ποτὶ τὰν ΑΔ ἀμβλεῖαν ποιεῖ γωνίαν ib.16.
    2 in reference to, in consequence of,

    πρὸς τοῦτο τὸ κήρυγμα Hdt.3.52

    , cf. 4.161;

    π. τὴν φήμην

    in view of..,

    Id.3.153

    , cf. Th.8.39;

    χαλεπαίνειν π. τι Id.2.59

    ;

    ἀθύμως ἔχειν π. τι X.HG4.5.4

    , etc.: with neut. Pron.,

    π. τί;

    wherefore? to what end?

    S.OT 766

    , 1027, etc.; π. οὐδέν for nothing, in vain, Id.Aj. 1018; π. οὐδὲν ἀναγκαῖον unnecessarily, Sch.Il.9.23;

    π. ταῦτα

    therefore, this being so,

    Hdt.5.9

    ,40, A.Pr. 915, 992, S.OT 426, etc.; cf. οὗτος c. v111.1b.
    3 in reference to or for a purpose,

    ἕστηκεν.. μῆλα π. σφαγάς A.Ag. 1057

    ; χρήσιμος, ἱκανὸς π. τι, Pl.Grg. 474d, Prt. 322b;

    ὡς π. τί χρείας; S.OT 1174

    , cf. OC71, Tr. 1182;

    ἕτοιμος π. τι X.Mem.4.5.12

    ;

    ἱκανῶς ὡς π. τὴν παροῦσαν χρείαν Arist. Cael. 269b21

    ;

    ἢν ἀρήγειν φαίνηται π. τὴν σύμπασαν νοῦσον Hp.Acut. 60

    ; ποιεῖ π. ἐπιλημπτικούς is efficacious for cases of epilepsy, Dsc.1.6;

    ἐθέλοντες τὰ π. τὴν νοῦσον ἡδέα μᾶλλον ἢ τὰ π. τὴν ὑγιείην προσδέχεσθαι Hp. de Arte7

    .
    b with a view to or for a future time,

    ὅπως.. γράμματα δῷ π. ἢν ἂν ἡμέραν ἑκάτεροι παραγίνωνται SIG679.62

    (Senatus consultum, ii B. C.);

    θαυμάζεται τὰ Περικλέους ἔργα π. πολὺν χρόνον ἐν ὀλίγῳ γενόμενα Plu.Per.13

    .
    c = πρός B. 11,

    ἐγίνετο π. ἀναζογήν Plb.3.92.8

    ;

    ὄντων π. τὸ κωλύειν Id.1.26.3

    , cf. 1.29.3, al., Plu.Nic.5.
    4 in proportion or relation to, in comparison with,

    κοῖός τις δοκέοι ἀνὴρ εἶναι π. τὸν πατέρα Κῦρον Hdt.3.34

    ;

    ἔργα λόγου μέζω π. πᾶσαν χώρην Id.2.35

    ;

    π. πάντας τοὺς ἄλλους Id.3.94

    , 8.44;

    πολλὴν ἂν οἶμαι ἀπιστίαν τῆς δυνάμεως.. π. τὸ κλέος αὐτῶν εἶναι Th.1.10

    , cf. Pi.O.2.88, Pl. Prt. 327d, 328c, Phd. 102c, etc.; π. τὰς μεγίστας καὶ ἐλαχίστας ναῦς τὸ μέσον σκοπεῖν the mean between.., Th.1.10;

    τὸ κάλλιστον τῶν ἔργων π. τὸ αἴσχιστον συμβαλεῖν Lycurg.68

    ;

    ἓν π. ἓν συμβάλλειν Hdt.4.50

    ; also

    ἔχεις π. τὰ ἔτη μέλαιναν τὴν τρίχα Thphr. Char.2.3

    ;

    ἐνδεεστέρως ἢ π. τὴν ἐξουσίαν Th.4.39

    : also of mathematical ratio, οἷος ὁ πρῶτος (sc. ὅρος)

    ποτὶ τὸν δεύτερον, καὶ ὁ δεύτερος ποτὶ τὸν τρίτον Archyt.2

    , cf. Philol.11, Pl.Ti. 36b, Arist.Rh. 1409a4, al., Euc. 5 Def.4, etc.; πρὸς παρεὸν.. μῆτις ἀέξεται ἀνθρώποισι in proportion to the existing (physical development), Emp.106: also of price, value, πωλεῖσθαι δὶς π. ἀργύριον sells twice against or relatively to silver, i.e. for twice its weight in silver, Thphr.HP9.6.4;

    πωλεῖται ὁ σταθμὸς αὐτοῦ π. διπλοῦν ἀργύριον Dsc.1.19

    ; [ἡ μαργαρῖτις λίθος] πωλεῖται.. π. χρυσίον for its weight in gold, Androsthenes ap.Ath.3.93b: metaph.,

    π. ἀρετήν Pl.Phd. 69a

    ; ὅπως π. τὰς τιμὰς τῶν κριθῶν τὰ ἄλφιτα πωλήσουσι on the basis of the price of barley, Arist.Ath.51.3; ἐξέστω αὐτοῦ ἀπογραφὴ τῆς οὐσίας π. τοῦτο τὸ ἀργύριον Ἀθηναίων τῷ βουλομένῳ property equal in value to this silver, IG22.1013.14, cf. PHib. 1.32.9 (iii B. C.), IG5(1).1390.78 (Andania, i B. C.);

    τῶν ἐγγύων τῶν ἐγγυωμένων π. [αὐτὰ] τὰ κτήματα SIG364.42

    (Ephesus, iii B. C.);

    θέντων τὰ ποτήρια π. χρυσοῦς ἑκατόν IPE12.32A16

    (Olbia, iii B. C.); τοὺς ἀπαγομένους εἰς φυλακὴν π. τὰ χρέα imprisoned for debt, Plb. 38.11.10, cf. 1.72.5, 5.27.4,5,7,5.108.1, PTeb.707.9 (ii B. C.);

    τοὺς π. καταδίκας ἐκπεπτωκότας Plb.25.3.1

    , cf. SIG742.31 (Ephesus, i B. C.);

    ἐγδίδομεν τὸ ἔργον.. π. χαλκόν IG7.3073.6

    (Lebad., ii B. C.), cf. PSI5.356.7 (iii B. C.), PTeb. 825 (a).16 (ii B. C.), Sammelb.5106.3 (ii B. C.);

    οἷον π. ἀργύριον τὴν δόξαν τὰς ψυχὰς ἀποδιδόμενοι Jul. Or.1.42b

    ; π. ἅλας ἠγορασμένος, i.e. 'dirt cheap', Men.828 (also π. ἅλα δειπνεῖν καὶ κύαμον, i.e. dine frugally, take pot-luck, Plu.2.684f); so

    ἡδονὰς π. ἡδονὰς.. καταλλάττεσθαι Pl.Phd. 69a

    ; of measurements of time by the flow from the clepsydra,

    π. ἕνδεκα ἀμφορέας ἐν διαμεμετρημένῃ τῇ ἡμέρᾳ κρίνομαι Aeschin.2.126

    , cf. Arist.Ath.67.2,3,69.2;

    λεγέσθω τᾶς δίκας ὁ μὲν πρᾶτος λόγος ἑκατέροις ποτὶ χόας δεκαοκτώ SIG953.17

    (Calymna, ii B. C.); λεξάντων πρὸς τὴν τήρησιν τοῦ ὕδατος ib.683.60 (Olympia, ii B. C.); π. κλεψύδραν Eub.p.182 K., Epin. 2;

    π. κλεψύδρας Arist.Po. 1451a8

    ;

    π. ὀλίγον ὕδωρ ἀναγκαζόμενος λέγειν D.41.30

    ; hence later, π. ὀλίγον for a short time,

    ἐπανεῖναι π. ὀλίγον τὴν πολιορκίαν J.BJ5.9.1

    , cf. Alex.Aphr. in Top.560.2, Hld.2.19, POxy67.14 (iv A.D.), Orib.Fr.116, Gp.4.15.8; π.ὀλίγον καιρόν, χρόνον, Antyll. ap. Orib.9.24.26, Paul.Aeg.Prooem.; π. ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν Poet. in Mus.Script.p.452 von Jan;

    μήτηρ δ' ἦν π. μικρόν Sammelb. 7288.4

    ([place name] Ptolemaic);

    π. βραχύ Jul.Or.1.47b

    (but π. βραχὺ παρηβηκυίας (by) a little past their best, Gp.4.15.3);

    π. βραχὺν καιρόν Iamb. Protr. 21

    .

    κα'; π. τὸ ἀκαρές Porph.Gaur.3.3

    ;

    π. μίαν ἢ δευτέραν ἡμέραν Dsc. 2.101

    , cf. Sor.1.56;

    π. δύο ἡμέρας ἐκοίμησα ἐκεῖ BGU775.8

    (ii A. D.);

    π.μόνην τὴν ἐνεστῶσαν ἡμέραν Sammelb. 7399

    (ii A.D.), cf. M.Ant.12.4;

    προστιμάσθω π. χρόνον μὴ εἰσελθεῖν ὅσον ἂν δόξῃ IG22.1368.89

    .
    5 in or by reference to, according to, in view of,

    π. τὸ παρεὸν βουλεύεσθαι Hdt. 1.20

    , cf. 113, Th.6.46,47, IG22.1.20, etc.;

    π. τὴν παροῦσαν ἀρρωστίαν Th.7.47

    ;

    ἵνα π. τὸν ὑπάρχοντα καιρὸν ἕκαστα θεωρῆτε D.18.17

    , cf. 314, etc.;

    εἴ τι δεῖ τεκμαίρεσθαι π. τὸν ἄλλον τρόπον Id.27.22

    ; τοῖς π. ὑμᾶς ζῶσι those who live with your interests in view, Id.19.226;

    ἐλευθέρου τὸ μὴ π. ἄλλον ζῆν Arist.Rh. 1367a32

    ;

    π. τοῦτον πάντ' ἐσκόπουν, π. τοῦτον ἐποιοῦντο τὴν εἰρήνην D.19.63

    ; τὸ παιδεύεσθαι π. τὰς πολιτείας suitably to them, Arist.Pol. 1310a14; ὁρῶ.. ἅπαντας π. τὴν παροῦσαν δύναμιν τῶν δικαίων ἀξιουμένους according to their power, D.15.28;

    π. τὰς τύχας γὰρ τὰς φρένας κεκτήμεθα

    according to..,

    E.Hipp. 701

    ; πὸς τὰς συνθέσις in accordance with the agreements, IG5(2).343.41,60 (Orchom. Arc.); τὸν δικαστὰν ὀμνύντα κρῖναι πορτὶ τὰ μωλιόμενα having regard to the pleadings, Leg.Gort.5.44, cf. 9.30; αἱ ἀρχαὶ.. πρὸς τὰ κατεσκευασμένα σύμβολα σηκώματα ποιησάμεναι after making weights and measures in accordance with, or by reference to, the established standards, IG22.1013.7; π. τὰ στάθμια τὰ ἐν τῷ ἀργυροκοπίῳ as measured by the weights in the mint, ib. 30, cf. PAmh.43.10 (ii B. C.); [Εόλων] ἐποίησε σταθμὰ π. τὸ νόμισμα made (trade-) weights on the basis of (i.e. proportional to) the coinage, Arist.Ath.10.2;

    ὀρθὸν π. τὸν διαβήτην IG22.1668.9

    , cf. 95,7.3073.108 (Lebad., ii B. C.); π. τὸ δικαιότατον in accordance with the most just principle, D.C.Fr.104.6.
    6 with the accompaniment of musical instruments,

    π. κάλαμον Pi.O.10(11).84

    ; π. αὐλόν or τὸν αὐλόν, E.Alc. 346, X.Smp.6.3, etc.;

    π. λύραν.. ᾄδειν SIG662.13

    (Delos, ii B. C.); π. ῥυθμὸν ἐμβαίνειν to step in time, D.S.5.34.
    7 [full] πρός c.acc. freq. periphr. for Adv., π. βίαν, = βιαίως, under compulsion,

    νῦν χρὴ.. τινα π. βίαν πώνην Alc.20

    (s.v.l.);

    π. βίαν ἐπίνομεν Ar.Ach.73

    ;

    τὸ π. βίαν πίνειν ἴσον πέφυκε τῷ διψῆν κακόν S.Fr. 735

    ; ἥκω.. π. βίαν under compulsion, Critias 16.10 D.; by force, forcibly, A.Pr. 210, 355, etc.; οὐ π. βίαν τινός not forced by any one, Id.Eu.5 (but also, in spite of any one, S.OC 657);

    π. τὸ βίαιον A.Ag. 130

    (lyr.);

    π. τὸ καρτερόν Id.Pr. 214

    ; π. ἀλκήν, π. ἀνάγκαν, Id.Th. 498, Pers. 569 (lyr.);

    οὐ διαχωρέεει [ἡ γαστὴρ] εἰ μὴ π. ἀνάγκην Hp. Prog.8

    ,19;

    π. ἰσχύος κράτος S.Ph. 594

    ;

    π. ἡδονὴν εἶναί τινι A.Pr. 494

    ; π. ἡδονὴν λέγειν, δημηγορεῖν, so as to please, Th.2.65, S.El. 921, D.4.38, cf. E.Med. 773;

    οἱ πάντα π. ἡδονὴν ἐπαινοῦντες Arist.EN 1126b13

    ;

    ἅπαντα π. ἡδ. ζητεῖν D.1.15

    , cf. 18.4; λούσασθαι τὸ σῶμα π. ἡδ. as much or little as one like s, Hp.Mul.2.133;

    πίνειν π. ἡδ. Pl. Smp. 176e

    ; π. τὸ τερπνόν calculated to delight, Th.2.53; π. χάριν so as to gratify,

    μήτε π. ἔχθραν ποιεῖσθαι λόγον μήτε π. χ. D.8.1

    , cf. S.OT 1152;

    π. χάριν δημηγορεῖν D.3.3

    , etc.: c. gen. rei, π. χάριν τινός for the sake of,

    π. χ. βορᾶς S.Ant.30

    , cf. Ph. 1156 (lyr.);

    π. ἰσχύος χ.

    by means of,

    E.Med. 538

    ; π. ὀργήν with anger, angrily, S.El. 369, Th.2.65, D.53.16 (v.l.);

    π. ὀργὴν ἐλθεῖν τινι Id.39.23

    , etc.; π. τὸ λιπαρές importunately, S.OC 1119;

    π. εὐσέβειαν Id.El. 464

    ; π. καιρόν seasonably, Id.Aj.38, etc.;

    π. φύσιν Id.Tr. 308

    ; π. εὐτέλειαν cheaply, Antiph.226.2; π. μέρος in due proportion, D.36.32;

    π. ὀλίγον μέρος Gp.2.15.1

    ; τέτραπτο π. ἰθύ οἱ straight towards him, Il.14.403; π. ὀρθὰς (sc. γωνίας ( .. τῇ AEB at right angles to, Arist.Mete. 373a14, cf. Euc.1.11, Archim.Sph.Cyl.1.3;

    π. ὀρθὴν τέμνουσα Arist.Mete. 363b2

    ; π. ἀχθηδόνα, π. ἀπέχθειαν, Luc.Tox.9, Hist.Conscr.38; γυνὴ π. ἀλήθειαν οὖσα in truth a woman, a very woman, Ath.15.687a, cf. Luc. JTr.48, Alex.61: c. [comp] Sup., π. τὰ μέγιστα in the highest degree, Hdt.8.20.
    8 of Numbers. up to, about, Plb.16.7.5, etc.: cf. πρόσπου.
    D ABS. AS ADV., besides, over and above; in Hom. always π. δέ or ποτὶ δέ, Il.5.307, 10.108, al., cf. Hdt.1.71, etc.; π. δὲ καί ib. 164, 207;

    π. δὲ ἔτι Id.3.74

    ;

    καὶ π. Id.7.154

    , 184, prob. in A.Ch. 301, etc.;

    καὶ π. γε E.Hel. 110

    , Pl.R. 328a, 466e;

    καὶ.. γε π. A.Pr.73

    ;

    καὶ δὴ π. Hdt.5.67

    ; freq. at the end of a second clause,

    τάδε λέγω, δράσω τε π. E.Or. 622

    ;

    ἀλογία.., καὶ ἀμαθία γε π. Pl.Men. 90e

    , cf. E.Ph. 610;

    ἐνενήκοντα καὶ μικρόν τι π. D.4.28

    , cf. 22.60.
    I motion towards, as προσάγω, προσέρχομαι, etc.
    II addition, besides, as προσκτάομαι, προσδίδωμι, προστίθημι, etc.
    III a being on, at, by, or beside: hence, a remaining beside, and metaph. connexion and engagement with anything, as πρόσειμι, προσγίγνομαι, etc.
    F REMARKS,
    1 in poetry πρός sts. stands after its case and before an attribute,

    ποίμνας βουστάσεις τε π. πατρός A.Pr. 653

    , cf. Th. 185, S.OT 178 (lyr.), E.Or.94; ἄστυ πότι (or ποτὶ)

    σφέτερον Il.17.419

    , cf. Pi.O.4.5.
    2 in Hom. it is freq. separated from its Verb by tmesis.
    3 sts. (in violation of the rule given by A.D.Synt.127.8, Pron.42.5) followed by an enclit. Pron.,

    πρός με S.Aj. 292

    , Ar.Pl. 1055, D.18.14 (v.l.), Men.978, Pk.77, Com.Adesp.15.25 D., 22.68 D., etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρός

  • 3 ὅρος

    ὅρος, Corc. [full] ὄρϝος IG9(1).698.1 (written
    A

    ὄρβος 700.1

    ); Cret. and Arg. [full] ὦρος SIG685.59, Mnemos.42.332 ; Heracl. [full] ὄρος Tab.Heracl.1.53, al., cf. ἄντορος; [dialect] Ion. [full] οὖρος GDI5518 and 5493b25, Democr.4, Hdt. (v. infr.) (also Theraean IG12(3).436); Megarian [full] ὄρρος (?) Berl.Sitzb.1888.885, cf. ὁμορέω: :—boundary, landmark,

    ἀμφ' οὔροισι δύ' ἀνέρε δηριάασθον Il.12.421

    ;

    λίθον.., τόν ῥ' ἄνδρες πρότεροι θέσαν ἔμμεναι οὖρον ἀρούρης 21.405

    ;

    ἐγὼ δὲ τούτων ὥσπερ ἐν μεταιχμίῳ ὅ. κατέστην Sol.

    ap. Arist.Ath.12.5 : the regions separated by the boundary are usu. in gen.,

    οὖρος τῆς Μηδικῆς ἀρχῆς καὶ τῆς Λυδικῆς Hdt.1.72

    , etc.: in dat.,

    οὐδεὶς ὅρος ἐκ θεῶν χρηστοῖς οὐδὲ κακοῖς E.HF 669

    (lyr.): with a single gen.,

    ῥεῖθρον ἠπείροιν ὅρον A.Pr. 790

    ; γάμου ὅ. the time within which one may marry, Pl.Lg. 785b ; οἱ ὅ. τῶν διαστημάτων the notes which limit the intervals in the musical scale, Id.Phlb. 17d, cf. Aristox. Harm.pp.49,56 M. ;

    ὅροι τρεῖς ἁρμονίας.., νεάτης τε καὶ ὑπάτης καὶ μέσης Pl.R. 443d

    ; ἐς ἑβδομήκοντα ἔτεα οὖρον τῆς ζόης ἀνθρώπῳ προτίθημι I set the limit of human life at seventy years, Hdt.1.32, cf. 74, 216;

    ζωᾶς ὅρον ἡμετέρας B.5.144

    : abs., εἰς τὸν τόπον.., ἐν οἷς ἂν.. ὅρους θῶνται τῶν ὠνίων wherever (they) appoint fixed places for trading, Pl.Lg. 849e; decision of a magistrate,

    ὅρον δώσω PThead.15.20

    (iii A.D.); so

    ὅρον προσγράψαι D.23.40

    ;

    ὅρους τοῖς βαρβάροις πήξαντες Lycurg.73

    ;

    εἷς ὅρος παγήσεται Th.4.92

    ;

    τὸν ὅρον ὑπερβάντες Pl.R. 373d

    , etc.: also in pl., bounds, boundaries,

    ἐν οὔροισι χώρης Hdt.4.52

    , cf. 125;

    τοὺς Αἰγυπτίων οὔρους Id.2.17

    ;

    ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις Pi.O.6.77

    ;

    γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις A.Pr. 666

    ;

    τὸ ἀκόντιον ἔξω τῶν ὅ. τῆς αὑτοῦ πορείας.. ἐξενεχθὲν ἔτρωσεν αὐτόν Antipho 3.2.4

    ;

    ἐντὸς ὅρων Ἡρακλείων Pl.Ti. 25c

    .
    2 metaph.,

    ὅροι θεσπεσίας ὁδοῦ A.Ag. 1154

    (lyr.); θῆλυς ὅ. the boundary of a woman's mind, v. ἐπινέμω 11.3.
    II memorial stone or pillar, Hdt.1.93 : esp.
    b pillar (whether inscribed or not, cf. Harp.) set up on mortgaged property, to serve as a bond or register of the debt, Sol.36 ;

    ὅπως.. ὅροι τεθεῖεν Is.6.36

    : with gen. of the amount, τίθησιν ὅρους ἐπὶ μὲν τὴν οἰκίαν δισχιλίων (sc. δραχμῶν),

    ἐπὶ δὲ τὸ χωρίον ταλάντου D.31.1

    , cf. 25.69 ;

    δανείζειν τοὺς ἱερέας.. ἐπὶ χωρίῳ.. καὶ ὅρον ἐφιστάναι IG22.1183.29

    , cf. D. 41.6, Thphr.Char.10.9 : specimens are IG12(7).412 ([place name] Amorgos), 22.2642,al.
    c boundary-stone marking the limits of temple-lands, ὅ. τοῦ ἱεροῦ ib.12.858, cf. 860,22.2597, al.; ὅρος· μὴ τοιχοδομεῖν ἐντὸς τῶν ὅρων ἰδιώτην ib.7.422 (Orop.), cf. 1785 (Thesp.), etc. ; ὅ. κρήνης, λεσχέων δημοσίων, ὁδοῦ, etc., ib.12.874,888,877, etc. ; similarly, ὅ. σήματος ib.903, al., 22.2568, al.; ὅ. μνημάτων ib.12.906; ὅ. μνήματος ib.22.2527, al.; ὅ. θήκης ib.2586, al.
    III standard, measure, ἢν δ' ἄγαν δοκῶ χρονίζειν.. Answ. τοῦδ' ὅ. τίς ἐστί μοι; E.IT 1219 ;

    ὅροι τῶν ἀγαθῶν καὶ κανόνες D.18.296

    ; rule, canon,

    εἷς ὅρος, μία βροτοῖσίν ἐστιν εὐτυχίας ὁδός B.Fr.7

    ;

    ὅρον πολιτείας ὁλιγαρχικῆς ταξάμενοι πλῆθος χρημάτων Pl.R. 551a

    ;

    ἀριστοκρατίας ὅρος ἀρετή, ὀλιγαρχίας πλοῦτος Arist.Pol. 1294a10

    ;

    ὁμολογίᾳ θέμενοι ὅρον, εἰς τοῦτο ἀποβλέποντες καὶ ἀναφέροντες τὴν σκέψιν ποιώμεθα Pl.Phdr. 237d

    : hence, end, aim,

    ἕν' ὅ. θέμενος παντὶ τρόπῳ μ' ἀνελεῖν D.21.105

    .
    IV in Logic, term of a proposition (whether subject or predicate), Arist.APr. 24b16, Cael. 282a1, al. ; ὅ. μέσος the middle term, Id.EN 1142b24, cf. APr. 25b33 sq.: hence,
    b definition,

    ἔστι ὅ. λόγος ὁ τὸ τί ἦν εἶναι σημαίνων Id.Top. 101b39

    , cf. 139a24, al. ; defined as

    ἡ τοῦ ἰδίου ἀπόδοσις Chrysipp.Stoic.2.75

    : in pl., title of pseudo-Platonic work.
    c premiss of a syllogism, ὅ. κατηγορικοί, στερητικοί, Arist.APr. 29a21, cf. 31b33, al.
    2 Math., term of a ratio or proportion, Archyt.2, Arist.EN 1131b5 sqq., Euc.5Def.8, Nicom.Ar.1.8.
    3 pl., terms, conditions,

    συνθέσθαι πρός τινα ἐπὶ ὅροις, ὥστε.. CPR19.8

    (iv A.D.).
    4 Astrol., οἱ τρεῖς ὅ. the three terms, used in various calculations, Vett. Val.304.1, al. (Spir. lenis in some dialects which have not lost spir. asper is inferred from absence of a sign for h in Corc. ὄρϝος, Arg.ὦρος, Heracl. ὄρος, cf. ἄντορος.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὅρος

  • 4 πρός-ορος

    πρός-ορος, ion. πρόςουρος, angränzend, benachbart, τινί, Her. 2, 12. 18. 3, 97. 102. 5, 49; auch Soph. Phil. 686 hat die ion. Form πρόςουρος; Xen. Cyr. 6, 1, 17 u. A.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πρός-ορος

  • 5 προςίκτωρ

    προς-ίκτωρ, ορος, ὁ, der flehend zu den Tempeln Kommende

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > προςίκτωρ

  • 6 τείνω

    τείνω, Il.16.365, etc.: [tense] fut.
    A

    τενῶ Ar.Th. 1205

    , ([etym.] ἀπο-) Pl.Grg. 458b, ([etym.] ἐκ-) E.Med. 585: [tense] aor.

    ἔτεινα Il.4.124

    , [dialect] Ep.

    τεῖνα 3.261

    : [tense] pf.

    τέτᾰκα D.H. 19.12

    , etc., ([etym.] ἀπο-) Pl.Grg. 465e:—[voice] Med., [tense] fut. τενοῦμαι ([etym.] παρα-) Th.3.46, ([etym.] προ-) D.14.5: [tense] aor. ἐτεινάμην, [dialect] Ep. τειν-, A.R.2.1043, 4.705, ([etym.] προ-) Hdt. 9.34, ([etym.] δι-) Antipho 5.46, Pl.Ti. 78b:—[voice] Pass., [tense] fut. τᾰθήσομαι ([etym.] παρα-) Id.Ly. 204c: [tense] aor. ἐτάθην [ᾰ] S.Ant. 124 (lyr.), etc., [dialect] Ep.

    τάθην Il.23.375

    : [tense] pf.

    τέτᾰμαι Hes.Op. 549

    , etc.: [tense] plpf. [ per.] 3sg. and pl. τέτατο, τέταντο, Od.11.11, Il.4.544; [ per.] 3 dual τετάσθην ib. 536:— stretch by force, pull tight,

    κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε Il.4.124

    ;

    ἐπ' Ἀλεξάνδρῳ τείνοντα πάλαι τόξον A.Ag. 364

    (anap.); ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας having tied the reins tight to the chariot-rail, Il.5.262; ναὸς πόδα τείνας keeping the sheet taut, S.Ant. 716;

    κάλων τείνας οὔριον εὐφροσυνᾶν IG14.793

    ;

    οἱ ἀπείρως κατ' εὐθὺ τείνοντες Sor.1.73

    ; τῷ ψιμύθῳ.. παρειήν make it (look) full, AP11.374 (Maced.):—[voice] Med., τείνατο τόξα stretched his bow, A.R.2.1043, cf. Orph.A. 589; of tendons, etc., Gal. 18(2).58, al.:—[voice] Pass., [ἱμὰς] ὑπ' ἀνθερεῶνος.. τέτατο [the strap] was made tight, Il.3.372;

    τελαμῶνε περὶ στήθεσσι τετάσθην 14.404

    ; τέταθ' ἱστία were stretched taut, Od.11.11.
    2 metaph., stretch or strain, ἶσον τείνειεν πολέμου τέλος strain the issue of war even, Il.20.101:—[voice] Pass.,

    τῶν ἐπὶ ἶσα μάχη τέτατο πτόλεμός τε 12.436

    , 15.413, cf. Hes.Th. 638; τέτατο κρατερὴ ὑσμίνη the fight was strained, was intense, Il.17.543; ἵπποισι τάθη δρόμος their pace was strained to the utmost, 23.375; τοῖσι δ' ἀπὸ νύσσης τέτατο δρόμος they set off at full speed from the starting-line, ib. 758, Od.8.121: τ. αὐδάν strain the voice, raise it high, A.Pers. 574 (lyr.):—[voice] Pass. also, exert oneself, be anxious, Pi.I.1.49;

    ἀμφ' ἀρεταῖς Id.P.11.54

    .
    b Gramm., lengthen a syllable, A.D.Pron.55.1:—[voice] Pass., ib.27.25, cf. 11.1 fin.
    4 aim at, direct towards a point, prop. from the bow,

    ἐπὶ Τροίᾳ τ. τὰ θεῶν ἀμάχητα βέλη S.Ph. 198

    (anap.): metaph., ἔς τινα τ. φόνον aim, design death to one, E.Hec. 263 (but τ. φόνον prolong murder, Id.Supp. 672); τ. λόγον

    εἴς τινα Pl.Phd. 63a

    :—[voice] Pass.,

    ἐς σὲ τ. γλῶσσα E.Rh. 875

    ;

    ἡ ἅμιλλα τέταται πρὸς τοῦτο Pl.Phdr. 271a

    , cf. Lg. 770d, R. 581b.
    II stretch out in length, lay, ζυγὰ ἐπιπολῆς τ. Hdt.2.96:—[voice] Pass., lie out at length, lie stretched,

    ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταθείς Il.13.655

    ; ἐν κονίῃσι τετάσθην, τέταντο, 4.536, 544; ταθεὶς ἐνὶ δεσμῷ hanging stretched in chains, Od.22.200; [φάσγανον] ὑπὸ λαπάρην τέτατο hung along or by his side, Il.22.307; διὰ.. αἰθέρος.. τέταται extends, Emp.135, cf. 100.2;

    τῶν ἐκ τῆς χώρας λεωφόρων εἰς τὴν πόλιν τεταμένων Pl.Lg. 763c

    ;

    φλὲψ.. διὰ τοῦ κοίλου τείνεται Arist.HA 513b3

    : τεταμένος sts. becomes a mere Adj., long, αὐχένα.. τεταμένον τῇ φύσει, of birds, Id.PA 692b20; in Gramm., of a long vowel, PBouriant 8 i 1, 14.
    2 stretch or hold out, present,

    τινὰ ἐπὶ σφαγάν E.Or. 1494

    (lyr.); ἀσπίδα, δόρυ, AP7.147 (Arch.), 720 (Chaerem.); τὴν χεῖρά τινι or ἐπί τι, A.R. 4.107, 1049:—[voice] Med., τείνεσθαι χέρε, γυῖα, δειρήν, one's hands, etc., Theoc.21.48, A.R.1.1009, 4.127, etc.;

    συὸς τέκος Id.4.705

    ; ἑανούς ib. 1155.
    3 extend, lengthen, of Time,

    τὸν μακρὸν τ. βίον A. Pr. 537

    (lyr.), cf. E.Med. 670;

    αἰῶνα Id. Ion 625

    ;

    τόνδ' ἐτεινάτην λόγον A.Ch. 510

    ;

    μακροὺς τ. λόγους E.Hec. 1177

    ; τί μάτην τείνουσι βοήν; (where others interpr. it like τ. αὐδάν, v. supr. 1.2) Id.Med. 201 (anap.);

    πολλὰ μὲν τάλαινα πολλὰ δ' αὖ σοφὴ.. μακρὰν ἔτεινας A.Ag. 1296

    , cf. S.Aj. 1040.
    B intr., of geographical position, stretch out or extend, παρ' ἣν (sc. λίμνην)

    τὸ.. ὄρος τείνει Hdt.2.6

    ; τὸ πρὸς Λιβύης.. ὄρος ἄλλο τείνει ib.8;

    τ. μέχρι.. Id.4.38

    ;

    ἐς.. Id.7.113

    ;

    ἐπὶ.. X.Ages.2.17

    ; of a dress, ὑπὸ σφυροῖσι τ. E.Ba. 936; of a mountain, ὑψόθι τ. A.R.2.354: of Time, ἡμερολεγδὸν τείνοντα χρόνον dragging out time, A.Pers.64 (anap.):—rarely so in [voice] Pass.,

    ὄρος τεταμένον τὸν αὐτὸν τρόπον Hdt.2.8

    .
    II exert oneself, struggle,

    ἐναντία τισί Pl.R. 492d

    ; press on, hasten,

    οἱ δ' ἔτεινον ἐς πύλας E.Supp. 720

    ;

    δηλοῖ τοὖργον, οἷ τ. χρεών Id.Or. 1129

    ;

    τὸ μὴ τείνειν ἄγαν S.Ant. 711

    ;

    τ. ὥς τινα Ar.Th. 1205

    ;

    ἔτεινον ἄνω πρὸς τὸ ὄρος X.An.4.3.21

    ;

    εὐθὺ Βαβυλῶνος Luc.Nec.6

    ;

    τὴν ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ Id.Icar.22

    .
    III extend to, reach,

    ἐπὶ τὴν ψυχήν Pl.Tht. 186c

    ;

    ἐπὶ πᾶν Id.Smp. 186b

    ; of the veins stretching from one point to another, Arist.HA 492a20, 513a2, al., cf. Pl.Ti. 65c, Diog.Apoll.6.
    2 tend, refer, belong to, τείνει ἐς σέ it refers to, concerns you, Hdt.6.109, cf. 7.135, E.Ph. 435, Hipp. 797, etc.; ποῖ τείνει καὶ εἰς τί; to what does it tend? Pl.Cri. 47c, cf. Tht. 163a, D.10.54;

    μηδαμόσε ἄλλοσε Pl.R. 499a

    ;

    πρός τι Id.Smp. 188d

    , Prt. 345b;

    ἐς ταὐτόν Id.Cra. 439c

    .
    3 τείνειν πρός τινα or τι, come near to, to be like, Id.Tht. 169b, Cra. 402c;

    ἐγγύς τι τείνειν τοῦ τεθνάναι Id.Phd. 65a

    , cf. R. 548d. (Cf. τανύω, Skt. tanóti 'stretch', Lat. tendo, etc.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τείνω

  • 7 τείνω

    τείνω, fut. τενῶ, aor. ἔτεινα, perf τέτακα, τέταμαι, aor. p. ἐτάϑην, spannen, an-, ausspannen, ausdehnen, ausrecken; τόξον, den Bogen spannen, Il. 4, 124 u. öfter, wie Aesch. Ag. 355 (vgl. τανύω); βέλη, Soph. Phil. 198; ἡνία ἐξ ἄντυγος τείνειν, die Zügel fest anbinden, Il. 3, 261. 5, 262. 19, 394; ἱμὰς τέτατο, der Riemen war straff angespannt, 3, 372; τελαμῶνε τετάσϑην, 14, 404; ταϑεὶς ἐνὶ δεσμῷ, Od. 22, 200; ἱστία τέτατο, die Segel waren gespannt, 11, 11; so Soph. ναὸς ὅςτις ἐγκρατὴς πόδα τείνας ὑπείκει μηδέν, Ant. 712; u. übertr., τὸ μὴ τείνειν ἄγαν, 707; auch ὅτε τε Ζεὺς λαίλαπα τείνῃ, Il. 16, 365, wenn er ein Unwetter ausspannt, ausbreitet; νὺξ τέταται βροτοῖσιν, Nacht ist ausgebreitet über den Menschen, Od. 11, 19; ἀὴρ τέταται, die Luft ist ausgebreitet, Hes. O. 551. Vgl. noch φάρμακον τείνων ἀμ φὶ γένυι, vom angelegten Zügel, Pind. Ol. 13, 85. – Auch der Länge nach hinstrecken, ὥς τε σκώληξ ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταϑείς, Il. 13, 655; πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταϑείς, 21, 119; ἐν κονίῃσι τετάσϑην, τέταντο, 4, 536. 544; vgl. ἐν στεῤῥοῖς λέκτροισι ταϑεῖσα, Eur. Troad. 114; φάσγανον ὑπὸ λαπάρην τέτατο, das Schwert hing lang herab, Il. 22, 307. – In die Länge ziehen und anspannen, übertr., εἰ δὲ ϑεός περ ἶσον τείνειεν πολέμου τέλος, Il. 20, 101, das Ziel des Krieges gleich anspannen oder etwa gleiche Bahnen zum Ziele des Sieges zumessen, d. i. beiden Parteien gleich günstig sein; u. pass., τῶν ἐπὶ ἶσα μάχη τέτατο πτόλεμ ός τε, 12, 456. 15, 413, Kampf u. Schlacht war ihnen gleich gespannt, d. i. es wurde von ihnen mit gleichem Glücke gekämpft; vgl. Hes. Th. 638; ähnlich ἐπὶ Πατρόκλῳ τέτατο κρατερὴ ὑσμίνη, Il. 17, 634, es spannte sich das Gefecht an, man kämpfte mit Anstrengung, Anspannung aller Kräfte, wie τείνειν αὐδήν, die Stimme anspannen, anstrengen, Aesch. Pers. 566; λόγον, die Rede ausdehnen, eine lange Rede halten, Ch. 503; vgl. ἀμφὶ νῶτ' ἐτάϑη πάεαγος, mehr in räumlicher Beziehung zu nehmen, Soph. Ant. 124; μἡ τεῖνε μακράν, sc. λόγον, Ai. 1019; τί μάτην τείνουσι βοάν, Eur. Med. 201; vom Lichte, verbreiten, διὰ παντὸς τοῠ οὐρανοῦ καὶ γῆς τεταμένον φῶς, Plat. Rep. X, 616 b; ἵπποισι τάϑη δρόμος, der Lauf ward von den Pferden angespannt, d. i. sie strengten sich an im Lauf, Il. 23, 375, während man ib. 758 Od. 8, 121 einfacher nehmen kann: der Lauf erstreckte sich seiner Richtung nach. – Auch von der Zeit, αἰῶνα, das Leben hinziehen, ein langes Leben führen, Eur. Ion 625; βίον, Med. 670; Aesch. Ag. 1335; vgl. ἡδύ τι ϑαρσαλέαις τὸν μακρὸν τείνειν βίον ἐλπίσι, Prom. 535; ὡς μὴ μακροὺς τείνω λόγους, Eur. Hec. 1177; vgl. συχνοὺς τείνω τῶν λόγων, Plat. Gorg. 519 e. Bei Ath. III, 106 c u. sonst vom Dehnen, Langsprechen einer Sylbe. – Auf ein Ziel hinrichten, hinlenken, βέλη ἔπὶ Τροίᾳ, Soph. Phil. 198; φόνον εἴς τινα, Mordanschläge auf Einen richren, Eur. Hec. 263; τὸν νοῦν ἐπί τινι, Sp. – Häufig intrans., zunächst – a) vom Orte, sich erstrecken, ausdehnen, sich hinziehen; besonders εἴς τι, sich wohin, bis zu einem Ziele erstrecken, Her. 4, 38. 7, 113, der so auch pass. sagt τὸ ὄρος τεταμένον τὸν αὐτὸν τρόπον, das Gebirge, das sich auf dieselbe Weise hinerstreckt, 2, 8; τείνοντα χρόνον τρομέονται, die sich in die Länge ziehende Zeit, Aesch. Pers. 65. – b) von Personen, auf Etwas zugehen, auf ein Ziel losstreben, τείνειν ὥς τινα, zu Einem hineilen, Ar. Thesm. 1205; τείνειν εἰς πύλας, Eur. Suppl. 720; ἔτεινον ἄνω πρὸς τὸ ὄρος, Xen. An. 4, 3, 21. – c) auf Etwas gerichtet sein, sich worauf beziehen, worauf zielen, τείνει εἰς σέ, es geht auf dich, Her. 6, 109; τὰ πρὸς τὴν ἀρετὴν τείνοντα, das auf die Tugend Bezug Habende, Plat. Polit. 308 e; εἰς σὲ τείνει τῶνδε διάλυσις κακῶν, Eur. Phoen. 438; ὥςτε καὶ τοῦτο τοῠ ᾄσματος πρὸς τοῠτο τείνει, ὅτι, Plat. Prot. 345 c, vgl. Conv. 188 d; εἰς σὲ τείνουσιν αὗται αἱ ᾠδαί, Lys. 205 e; ἡ πρὸς τὴν ὄνησιν τείνουσα πρᾶξις, Crat. 419 h; daher auch von Linien, ἀπὸ τῆς ἐκ γωνίας εἰς γωνίαν τεινούσης, Men. 85 b; τὰ μηδαμόσε ἄλλοσε τείνοντα ἢ πρὸς δόξαν καὶ ἔριν, Rep. VI, 499 a; πρὸς σὲ μᾶλλον τείνει τὰ τοῠ ἡγεμόνος ἔργα ἢ πρὸς ἐμέ, Xen. Oec. 7, 39. Aber auch τείνειν πρός τινα od. πρός τι = an Etwas hinanreichen, ähnlich sein, Plat. Crat. 402 c; ἐγγύς τι τείνειν τοῠ ϑανάτου, Phaed. 65 a, vgl. Theaet. 169 a. – d) sich anspannen, anstrengen, Sp., wie auch das pass. gebraucht wird, ἀμφ' ἀρεταῖς τέταμαι, Pind. P. 11, 54; λιμὸν ἀμύνων τέταται, I. 1, 49.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > τείνω

  • 8 ἀν-άγω

    ἀν-άγω (die tempora s. ἄγω), hinausführen, zurückführen. In einigen Homer. Stellen bedeutet jedoch dies composit. nichts Anderes als das simplex ἄγω, eine Erscheinung, welche Homer auch bei compp. mit andern praepp. mannichfach zeigt; Od. 18, 89 ἐς μέσσον δ' ἄναγον, sie führten ihn in die Mitte; 18, 115 τάχα γάρ μιν ἀνάξομεν ἤπειρόνδε εἰς Ἔχετον βασιλῆα. Dagegen hat ohne Zweifel ἀνά Bedeutung in den Homer. Stellen, wo ἀνάγειν die Fahrt von Hellas nach Troja bezeichnet, s. Lehrs Aristarch. p. 119; Iliad. 3, 48 γυναῖκ' εὐειδέ' ἀνῆγες ἐξ ἀπίης γαίης; 6, 292 ἔργα γυναικῶν Σιδονίων, τὰς' Ἀλέξανδρος ἤγαγε Σιδονίηϑεν, τὴν ὁδὸν ἣν Ἑλένην περ ἀνήγαγεν εὐπατέρειαν; 9, 338 τί δὲ λαὸν ἀνήγαγεν ἐνϑάδ' ἀγείρας Ἀτρείδης; 13, 627 οἵμευ κουριδίην ἄλοχον καὶ κτήματα πολλὰ μὰψ οἴχεσϑ' ἀνάγοντες: Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ περιεστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει μὰψ οἴχεσϑονἄγοντες· καὶ τὸ δυικὸν συγχεῖται ἐπὶ πολλῶν τασσόμενον· καὶ ἠγνόηκεν ὅτι ἀναγωγὴν καλεῖ τὸν ἐκ Πελοποννήσου εἰς Τροίαν πλοῦν. Vom Lande aufs hohe Meer hinausfahren Od. 19, 202 τοὶ δ' ἀνάγοντο; an einigen Stellen kann >es s. v. a. »heimführen«, »mit nach Hause nehmen« sein, Od. 3, 272 τὴν δ' ἐϑέλων ἐϑέλουσαν ἀνήγαγεν ὅνδε δόμονδε; 4, 534 τὸν δ' οὐκ εἰδότ' ὄλεϑρον ἀνήγαγε, καὶ κατέπεφνεν; vgl. 17, 441. Zweifelhaft z. B. Iliad. 8, 203. – Bei den Folgenden: 1) hinaufführen, ἀνάγει ἄνω, Plat. Rep. II, 533 d; εἰς φῶς, εἰς φιλοσοφίαν, 521 c 529 a; κάρα ἀνάγειν, den Kopf erheben, Soph. Phil. 866, u. im Ggstz von κλίνω, aufrichten, Ai. 131; beim Husten herausbringen, Medic.; so αἷμα, Blut auswerfen, Plut. Cleom. 30. Bes. a) vom Lande ab aufs hohe Meer das Schiff hinausführen, u. ohne ναῦς, abfahren; νῆας, Her. 7, 100 und öfter; πρὸς τὴν ἤπειρον, aufs hohe Meer nach Asien hin, 9, 96; u. ohne νῆας, 8, 76; auch im med., 6, 96. 8, 84, welches bei den Att. die gewöhnliche Vrbdg ist; ὅϑενπερ ἀνηγάγοντο Thuc. 3, 79 (Xen. Hell. 1, 2, 8 u. oft Plut. ἀνήχϑην); ὡς ἐπὶ ναυμαχίαν Xen. Hell. 1, 1, 12; vgl. Ar. Lys. 607; ὁλκάδος ἀναγομένης ἐπ' Ἰωνίας τυχών Thuc. 1, 137; so noch oft bei Sp., auch von Landreisen; übertr., sich anschicken wozu, ἀνήγετο ὡς ἐρωτήσων Plat. Charm. 155 d; vgl. Eryx. 392 d. – b) vom Meeresufer landeinwärts hinaufziehen, Xen. Cyr. 8, 5, 3 An. 2, 3, 21 u. öfter; πρὸς τὸ ὄρος, den Berg hinauf, An. 3, 4, 28; ὁ πέπλος ἀνάγεται εἰς τὴν ἀκρόπολιν Plat. Euthyphr. 6 c; εἰς Ὄλυμπον Eur. Tr. 525. – c) von Gebäuden, aufführen, Plut. Caes. 24 u. öfter (s. unten 3). – 2) zurück-, heimführen, γυναῖκα; auch von Gefangenen, die man nach Hause bringt, wie Pol. bes. oft es braucht, z. B. δεδεμένον, gebunden wegschleppen, 40, 4, 2; so κακοῦργοι ἀνηγμένοι, aufgebrachte, ins Gefängniß gebrachte, Din. 2, 10; – εἰς φάος, ins Leben, zur Oberwelt zurückführen, Hes. Th. 626; κτέατα Τρωΐαϑεν Pind. N. 7, 41. Dah. oft bei Geschichtsschreibern ἀνάγω ohne acc., wie etwa στράτευμα, sich zurückziehen, z. B. Xen. Cyr. 7, 1, 45; ἐπὶ πόδα ἀνάγειν, sich so zurückziehen, daß man dem Feinde nicht den Rücken zukehrt, 3, 3, 69, woraus Ar. Av. 383 ἐπὶ σκέλος ἀν. macht; ἀναχϑείς, zurückgeführt, Aesch. Ag. 612, vgl. 994. – Dah. wie referre, ἐς ἄρχοντας, an die Archonten verweisen, ihrer Entscheidung anheimstellen; ἐς τὸν δῆμον πάντα, alles vor das Volk bringen und von dessen Entscheidung abhängig machen, Aristot., s. rhet. 1, 4; ἀνάγεσϑαι εἰς τοὺς παρόντας Xen. Cyr. 6, 3, 12; vgl. unten εἰς; πρὸς τὴν ὑπόϑεσιν, auf einen Grundsatz zurückführen, εἰς παρασπόνδημα, etwas als Bundbruch auslegen, Pol. 5, 67, 9; Harpocr., ἀνάγειν, τὸ μηνύειν τὸν πεπρακότα καὶ ἐπ' ἐκεῖνον ἰέναι, Λυσίας ἐν τῷ πρὸς Βοιωτόν, scheint sich auf den Fall des betrügerischen Verkaufs zu beziehen, wo der Käufer eines kranken Sklaven sich an den Verkäufer halten u. in 6 Monaten, nach Plat. Legg. XI, 916, eine Regreßklage anstellen kann, ἀναγέτω ὁ πριάμενος; λόγον ἀνάγειν ἐπ' ἀρχήν, auf den Anfang zurückführen, Legg. I, 626 d; – εἰς ἡμέραν καὶ ὥραν, auf Tag und Stunde berechnen, Plut. Rom. 12; vgl. Cim. 18 Num. 1. – 3) Von anderen Vrbdgn sind zu merken: ἑορτὴν ἀνάγειν (s. ἄγω), ein Fest mit feierlichen Aufzügen begehen, Her. 2, 61; ϑυσίας, 2, 60. 6, 111 u. öfter; χορόν, Hes. Sc. 280; Eur. Troad. 326; παιᾶνα ἀνάγετε, hebt den Päan an, Soph. Trach. 210; κωκυτόν, Eur. Phoen. 1359; φωνήν, die Stimme erheben, verstärken, Plut. Flamin. 11; – ϑυσίαισι τίμιον ἀνάξει Eur. Herc. Fur. 1333, vgl. Hel. 938; ἀνάγειν εἰς τιμάς, zu Ehrenstellen befördern, Plut. Num. 16; auch ohne Zusatz, ἀνάγειν τινά, jemand befördern. Bei Luc. τὸν Νεῖλον ἀναγέτω, sie soll das Steigen des Nils bewirken, Deor. D. 3, 1.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἀν-άγω

  • 9 αναγω

         ἀνάγω
         ἀν-άγω
        1) вести наверх; приводить
        

    (τινὰ εἰς Ὄλυμπον Eur.; πελταστὰς πρὸς τὸ ὄρος Xen.; ἐπὴ τὰ ἄκρα τῆς χώρας Plut.)

        ζώοντά τινα ἐς τέν ὄψιν τινὸς ἀναγαγεῖν Her.доставить кого-л. живым к кому-л.;
        ἀναχθέντος αὐτοῦ Plut.когда он был приведен (на суд)

        2) воен. выводить, развертывать
        

    (τέν φάλαγγα Plut.)

        ἀ. ἐπὴ κέρας τὰς νέας Her. — выводить корабли в кильватерной колонне;
        τὸ δεξιὸν κέρας εἰς κύκλωσιν ἀ. Plut. — совершать охват правым флангом;
        ἄχρι τινὸς ἀ. ἑαυτὸν ταῖς ἐλπίσι Plut.простирать свои надежды или притязания на что-л.

        3) устраивать
        

    ἀ. χορόν Hes., Thuc., Eur.водить хоровод

        4) выводить в открытое море
        

    (νῆας Her.)

        5) тж. med. выплывать, отплывать
        

    (πρὸς τέν ἤπειρον, ἐπὴ τὰς ἄλλας νήσους Her.; ὁλκὰς ἀναγομένη ἐπ΄ Ἰωνίας Thuc.)

        6) med. собираться, готовиться
        

    ὁρῶν αὐτὸν ἀναγόμενον ὡς ἀδολεσχήσοντα περί τινος Plat. — видя, что он собирается пуститься в разговоры о чем-то;

        εἰς τοὺς παρόντας ὡς λέξων τι ἀνήγετο Xen.он приготовился сказать кое-что присутствующим

        7) привозить, приносить
        8) уводить, увозить
        

    (γυναῖκ΄ ἐξ ἀπίης γαίης Hom.; κτέατα Τρωΐαθεν Pind.; τοὺς ξυνειλημμένους Xen.)

        ἀναχθεὴς ἐξ Ἰλίου Aesch.отплывший из Илиона

        9) приводить назад, возвращать
        ἐντὸς ἐξαμήνου ἀ. Plat. (о недоброкачественном товаре) возвращать до истечения шести месяцев

        10) возводить, воздвигать, строить
        

    (τέν πόλιν, τὸν χάρακα Plut.)

        11) поднимать
        

    (κάρα Soph.; ὄμμα ἄνω Plat.; перен. κωκυτόν Eur.)

        τὸν Νεῖλον ἀ. Luc.поднимать уровень воды в Ниле

        12) возвышать
        ἀναγαγεῖν τέν φωνήν Plut.возвысить голос

        13) начинать
        14) восстанавливать, вспоминать, возобновлять
        15) предоставлять на усмотрение или на решение, передавать
        

    (τι εἴς τινα Arst., Dem.)

        16) приносить, совершать
        

    (θυσίας Her.)

        17) справлять, праздновать
        18) извергать
        19) вести, проводить
        20) приводить (логически)
        

    τὸν λόγον ἐπ΄ ἀρχέν ἀ. Plat. — свести к принципу, т.е. принципиально обосновать положение;

        εἰς γνωριμώτερον ἀ. Arst. — свести (неизвестное) к более известному;
        ὡς εἰς ἐλάχιστον ἀ. Dem. — сводить к минимуму;
        εἰς χιλίων ταλάντων κεφάλαιον ἀναγαγεῖν Plut. — свести к тысяче талантов;
        ἀ. τι πρός τι Plut.сопоставлять что-л. с чем-л.;
        ἀ. τι εἰς ἡμέραν καὴ ὥραν Plut.определять день и час чего-л.;
        ἀ. τι εἰς παρασπόνδημα Polyb.представлять что-л. как нарушение союзного договора;
        ἀνάγεσθαι εἰς τὸν θεόν Plut. — быть приписываемым божеству;
        ἀ. τι εἰς ἄκραν ἀσφάλειαν Plut.делать что-л. совершенно безопасным

        21) уходить, отступать
        

    σκοταῖος ἀναγαγών Xen. — уйдя с наступлением темноты;

        ἀ. ἐπὴ πόδα Xen. или ἐπὴ σκέλος Arph. — отступать с лицом, обращенным к неприятелю, т.е. медленно, незаметно;
        ἀ. εἰς τοὐπίσω Plat.сделать шаг назад

    Древнегреческо-русский словарь > αναγω

  • 10 καί

    καί, Conj., copulative, joining words and sentences,
    A and; also Adv., even, also, just, freq. expressing emphatic assertion or assent, corresponding as positive to the negative οὐ ([etym.] μή ) or οὐδέ ([etym.] μηδέ).
    A copulative, and,
    I joining words or sentences to those preceding,

    ἦ, καὶ κυανέῃσιν ἐπ' ὀφρύσινεῦσε Κρονίων Il.1.528

    , etc.: repeated with two or more Nouns,

    αἱ δὲ ἔλαφοι κ. δορκάδες κ. οἱ ἄγριοι οἶες κ. οἱ ὄνοι οἱ ἄγριοι X.Cyr.1.4.7

    ; joining only the last pair, Cleom.2.1 (p.168.5 Z.), Phlp.in APr.239.30, etc., v. l. in Arist.Po. 1451a20; ὁ ὄχλος πλείων κ. πλείων ἐπέρρει more and more, X.Cyr.7.5.39; to add epithets after

    πολύς, πολλὰ κ. ἐσθλά Il.9.330

    ;

    πολλὰ κ. μεγάλα D.28.1

    , etc.
    2 to addalimiting or defining expression, πρὸς μακρὸν ὄρος κ. Κύνθιον ὄχθον to the mountain and specially to.., h.Ap. 17, cf. A.Ag. 63 (anap.), S.Tr. 1277 (anap.) (sts. in reverse order,

    πρὸς δῶμα Διὸς κ. μακρὸν Ὄλυμπον Il.5.398

    ); to add by way of climax, θεῶν.. κ. Ποσειδῶνος all the gods, and above all.., A.Pers. 750, etc.;

    ἐχθροὶ κ. ἔχθιστοι Th.7.68

    ;

    τινὲς κ. συχνοί Pl.Grg. 455c

    ; freq. ἄλλοι τε καί.., ἄλλως τε καί.. , v. ἄλλος 11.6,

    ἄλλως 1.3

    ; ὀλίγου τινὸς ἄξια κ. οὐδενός little or nothing, Id.Ap. 23a: joined with the demonstr. Pron. οὗτος (q. v.),

    εἶναι.. δούλοισι, κ. τούτοισι ὡς δρηπέτῃσι Hdt.6.11

    , cf. 1.147; κ. ταῦτα and this too..,

    γελᾶν ἀναπείθειν, κ. ταῦθ' οὕτω πολέμιον ὄντα τῷ γέλωτι X.Cyr.2.2.16

    , etc.
    II at the beginning of a sentence,
    1 in appeals or requests,

    καί μοι δὸς τὴν Χεῖρα Il.23.75

    ; καί μοι λέγε.., καί μοι ἀπόκριναι.. , Pl.Euthphr.3a, Grg. 462b; freq. in Oratt., καί μοι λέγε.. τὸ ψήφισμα, καί μοι ἀνάγνωθι.. , D.18.105, Lys.14.8, etc.
    2 in questions, to introduce an objection or express surprise, κ. τίς τόδ' ἐξίκοιτ' ἂν ἀγγέλων τάχος; A.Ag. 280; κ. πῶς.. ; pray how..? E. Ph. 1348; κ. δὴ τί.. ; but then what..? Id.Hel. 101; κ. ποῖον.. ; S.Aj. 462; κ. τίς εἶδε πώποτε βοῦς κριβανίτας; Ar.Ach.86; κἄπειτ' ἔκανες; E.Med. 1398 (anap.); κ. τίς πώποτε Χαριζόμενος ἑτέρῳ τοῦτο εἰργάσατο; Antipho 5.57, cf. Is.1.20, Isoc.12.23, Pl. Tht. 163d,al.
    3 = καίτοι, and yet, Ar.Eq. 1245, E.HF 509.
    4 at the beginning of a speech, Lys.Fr. 36a.
    III after words implying sameness or like ness, as, γνώμῃσι ἐχρέωντο ὁμοίῃσι κ. σύ they had the same opinion as you, Hdt.7.50, cf. 84; ἴσον or ἴσα κ... , S.OT 611, E.El. 994; ἐν ἴσῳ (sc. ἐστὶ)

    κ. εἰ.. Th.2.60

    , etc.
    2 after words implying comparison or opposition,

    αἱ δαπάναι οὐχ ὁμοίως κ. πρίν Id.7.28

    ;

    πᾶν τοὐναντίον ἔχει νῦν τε κ. ὅτε.. Pl.Lg. 967a

    .
    3 to express simultaneity,

    ἦν ἦμαρ δεύτερον.., κἀγὼ κατηγόμην S.Ph. 355

    , cf. Th.1.50; παρέρχονταί τε μέσαι νύκτες κ. ψύχεται [ τὸ ὕδωρ] Hdt.4.181, cf. 3.108; [ οἱ Λακεδαιμόνιοι]

    οὐκ ἔφθασαν τὴν ἀρχὴν κατασχόντες κ. Θηβαίοις εὐθὺς ἐπεβούλευσαν Isoc.8.98

    .
    IV joining an affirm. clause with a neg.,

    ἀλλ' ὥς τι δράσων εἷρπε κοὐ θανούμενος S.Tr. 160

    , etc.
    V καί.., καί.. correlative, not only.., but also.., κ. ἀεὶ κ. νῦν, κ. τότε κ. νῦν, Pl.Grg. 523a, Phlb. 60b;

    κ. κατὰ γῆν κ. κατὰ θάλατταν X.An.1.1.7

    .
    VI by anacoluthon, ὣς φαμένη κ. κερδοσύνῃ ἡγήσατ' Ἀθήνη, for ὣς ἔφη κ... , Il.22.247; ἔρχεται δὲ αὐτή τε.. κ. τὸν υἱὸν ἔχουσα, for κ. ὁ υἱός, X.Cyr.1.3.1;

    ἄλλας τε κατηγεόμενοί σφι ὁδούς, κ. τέλος ἐγίνοντο Hdt.9.104

    ;

    τοιοῦτος ὤν, κᾆτ' ἀνὴρ ἔδοξεν εἶναι Ar.Eq. 392

    , cf. Nu. 624.
    B even, also, just,
    1 τάχα κεν κ. ἀναίτιον αἰτιόῳτο even the innocent, Il.11.654, cf. 4.161, etc.; δόμεναι κ. μεῖζον ἄεθλον an even greater prize, 23.551, cf. 10.556, 5.362: with numerals, κ. πέντε full five, 23.833;

    γενομένης κ. δὶς ἐκκλησίας Th.1.44

    , cf. Hdt.2.44,60, 68, al. (but ἐτῶν δύο κ. τριῶν two or three, Th.1.82, cf. X.Eq.4.4).
    2 also, κ. ἐγώ I also, Il.4.40; κ. αὐτοί they also, X.An.3.4.44, etc.; Ἀγίας καὶ Σωκράτης κ. τούτω ἀπεθανέτην likewise died, ib. 2.6.30; in adding surnames, etc.,

    Ὦχος ὁ κ. Δαρειαῖος Ctes.Fr.29.49

    (sed Photii est): Ptol. Papyri have nom. ὃς κ., gen. τοῦ κ. etc.,

    Πανίσκος ὃς κ. Πετεμῖνις PLond.2.219

    (b) 2 (ii B.C.); dat. τῷ κ. ib.(a) v2, PRein.26.5 (ii B. C.); nom. ὁ κ. first in PTeb.110.1 (i B. C.), freq. later, BGU22.25 (ii A. D.), etc.;

    Ἰούδας ὁ κ. Μακκαβαῖος J.AJ12.6.4

    ;

    Σαῦλος ὁ κ. Παῦλος Act.Ap.13.9

    : with

    ἄλλος, λαβέτω δὲ κ. ἄλλος Od.21.152

    ; εἴπερ τι κ. ἄλλο, ὥς τις κ. ἄλλος, X.Mem.3.6.2, An.1.3.15, cf. Pl. Phd. 59a, Ar.Nu. 356: freq. in antithetic phrases, οὐ μόνον.., ἀλλὰ καὶ.. , not only.., but also.., v. μόνος; οὐδὲν μᾶλλον.. ἢ οὐ καὶ.. Hdt.5.94, al.
    b freq. used both in the anteced. and relat. clause, where we put also in the anteced. only,

    εἰ μὲν κ. σὺ εἶ τῶν ἀνθρώπων ὧνπερ κ. ἐγώ Pl.Grg. 458a

    , cf. Il.6.476, X.An.2.1.21.
    3 freq. in apodosi, after temporal Conjs.,

    ἀλλ' ὅτε δή ῥα.., κ. τότε δή.. Il.1.494

    , cf. 8.69, Od. 14.112; also after εἰ, Il.5.897: in Prose,

    ὡς δὲ ἔδοξεν, κ. ἐχώρουν Th.2.93

    : as a Hebraism,

    κ. ἐγένετο.. κ... LXX Ge.24.30

    , al., Ev.Luc.1.59, etc.
    4 with Advs., to give emphasis,

    κ. κάρτα Hdt.6.125

    ; κ. λίην full surely, Il.19.408, Od.1.46;

    κ. μᾶλλον Il.8.470

    , cf. E.Heracl. 386; κ. πάλαι, κ. πάνυ, S.OC 1252, Pl. Chrm. 154e; κ. μάλα, κ. σφόδρα, in answers, Ar.Nu. 1326, Pl.La. 191e.
    5 with words expressing a minimum, even so much as, were it but, just,

    ἱέμενος κ. καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι Od.1.58

    ; οἷς

    ἡδὺ κ. λέγειν Ar.Nu. 528

    ; τίς δὲ κ. προσβλέψεται; who will so much as look at you? E.IA 1192, cf. Ar.Ra. 614, Pl.Ap. 28b, 35b.
    6 just, τοῦτ' αὐτὸ κ. νοσοῦμεν 'tis just that that ails me, E.Andr. 906, cf. Ba. 616, S.Tr. 490, Ar. Pax 892, Ra.73, Pl.Grg. 456a, Tht. 166d: freq. with a relat.,

    τὸ κ. κλαίουσα τέτηκα Il.3.176

    ;

    διὸ δὴ καὶ.. Th.1.128

    , etc.: also in interrogations (usu. to be rendered by emphasis in intonation), ποίου Χρόνου δὲ καὶ πεπόρθηται πόλις; and how long ago was the city sacked? A.Ag. 278; ποῦ καί σφε θάπτει; where is he burying her? E.Alc. 834, cf. S.Aj. 1290, al., X.An.5.8.2, Ar. Pax 1289, Pl. Euthphr.6b, D.4.46, etc.
    7 even, just, implying assent, ἔπειτά με κ. λίποι αἰών thereafter let life e'en leave me, Il.5.685, cf. 17.647, 21.274, Od.7.224.
    8 κ. εἰ even if, of a whole condition represented as an extreme case, opp. εἰ κ. although, notwithstanding that, of a condition represented as immaterial even if fulfilled, cf. Il.4.347, 5.351, Od.13.292, 16.98 with Il.5.410, Od.6.312, 8.139, etc.; εἰ κ. ἠπιστάμην if I had been able, Pl.Phd. 108d, cf. Lg. 663d. (This remark does not apply to cases where εἰ and καί each exert their force separtely, as

    εἴ περ ἀδειής τ' ἐστί, καὶ εἰ..

    and if..

    Il.7.117

    , cf. Hdt.5.78, etc.)
    9 before a Participle, to represent either καὶ εἰ.. , or εἰ καί.. , although, albeit, Ἕκτορα κ. μεμαῶτα μάχης σχήσεσθαι ὀΐω, for ἢν κ. μεμάῃ, how much soever he rage, although he rage, Il.9.655; τί σὺ ταῦτα, κ. ἐσθλὸς ἐών, ἀγορεύεις; (for εἰ κ. ἐσθλὸς εἶ) 16.627, cf. 13.787, Od.2.343, etc.;

    κ. τύραννος ὢν ὅμως S.OC 851

    .
    C Position: καί and, is by Poets sts. put after another word, ἔγνωκα, τοῖσδε κοὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω, for

    καὶ τοῖσδε οὐδέν A.Pr.51

    , cf. Euph.51.7, etc.
    2 καί also, sts. goes between a Prep. and its case,

    ἐν κ. θαλάσσᾳ Pi.O.2.28

    .
    3 very seldom at the end of a verse, S.Ph. 312, Ar.V. 1193.
    D crasis: with [pron. full] , as κἄν, κἀγαθοί, etc.; with ε, as κἀγώ, κἄπειτα, etc., [dialect] Dor. κἠγώ, κἤπειτα, etc.; with η, as Χἠ, Χἠμέρη, Χἠμεῖς, etc.; with [pron. full] in Χἰκετεύετε, Χἰλαρή; with ο, as Χὠ, Χὤστις, etc.; with υ in Χὐμεῖς, Χὐποχείριον, etc.; with ω in the pron. ᾧ, Χᾦ; with αι, as κᾀσχρῶν; with αυ, as καὐτός; with ει, as κεἰ, κεἰς (but also κἀς) , κᾆτα; with εὐ-, as κεὐγένεια, κεὐσταλής; with οι in Χοἰ (

    Χᾠ EM816.34

    ); with ου in Χοὖτος, κοὐ, κοὐδέ, and the like .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καί

  • 11 φεύγω

    φεύγω, Il.21.472, etc.: [dialect] Ep. inf. φευγέμεν, φευγέμεναι, 10.147, 21.13; [tense] impf.
    A

    ἔφευγον 22.158

    , etc., Poet.

    φεῦγον 9.478

    , Tyrt.5.8, Pi.N. 9.13: iter.

    φεύγεσκον Il.17.461

    , Hdt.4.43: [tense] fut.

    φεύξομαι Il.18.307

    , etc.; also φευξοῦμαι in E. and Com., E.Med. 341, 346, Hel. 500, 1041, Ba. 659, Ar.Ach. 203 (cod. R), 1129, Pl. 447, Av. 932 ([etym.] ἀπο-), Men. 283 (but dub. where found in [dialect] Att. Prose, Pl.Lg. 635c, al., D.38.19; φευξεῖται is dub. l. in IPE12.24.11 (Olbia, iv B. C.); [tense] fut. [voice] Act. ἐκ-φεύξω only late, v.l. in Aesop.349b, cf. Chambry ii p.479): [tense] aor. ἔφῠγον, [dialect] Ion.

    φύγεσκον Od.17.316

    : [tense] pf.

    πέφευγα Hdt.7.154

    codd. (v. infr.11.1a); opt.

    πεφεύγοι Il.21.609

    (

    ἐκ-πεφευγοίην S.OT 840

    ), part.

    πεφευγότες Od.1.12

    ; part. [tense] pf. [voice] Pass. πεφυγμένος in act. sense, Il.6.488, Od.1.18, etc. (in pass. sense, Epicur.Fr. 423); [dialect] Ep. πεφυζότες (cf. φύζα) Il.21.6, 528, 532, 22.1, later sg.

    πεφυζώς Nic.Th. 128

    ; [dialect] Aeol. πεφύγγων, v. φυγγάνω:—[voice] Med., μὴ φεύγησθε Anon.Hist. in PLit.Lond. 115: [tense] aor. 1 δια-φεύξασθαι Decr.Ath. in Hp.Ep.25.
    I abs., flee, take flight, opp. διώκω, Il.22.157, etc.;

    βῆ φεύγων ἐπὶ πόντον 2.665

    ;

    πῇ φεύγεις; 8.94

    ;

    πόσε φεύγετε; 16.422

    ;

    ποῖ φύγωμεν.. χθονός; A.Supp. 777

    (lyr.);

    ποῖ τις οὖν φύγῃ; S.Aj. 403

    (lyr.);

    ἐνθένδε ἐκεῖσε φ. Pl.Tht. 176b

    : with Preps.,

    φ. ἀπό τινος Od.12.120

    ;

    φεύξονται ἀφ' ἑαυτῶν εἰς φιλοσοφίαν Pl.Tht. 168a

    , etc.; ἐκ πολέμοιο, ἐκ θανάτοιο, Il.7.118, 20.350;

    ἐκ κακῶν πεφευγέναι S.Ant. 437

    , cf. Hdt.1.65;

    ὑπὲκ κακοῦ Il.15.700

    , cf. 17.461 (rarely c. gen. only, πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων (v. infr. 11) Od.1.18;

    τῆς νόσου πεφευγέναι S.Ph. 1044

    );

    φ. ἐς πατρίδα γαῖαν Il. 2.140

    , 159, al.; ἐπὶ Σάρδεων, ἐπὶ τὸν Ἑλικῶνα, X.Cyr.7.2.1, Ages. 2.11;

    πρὸς τὸ ὄρος Id.HG3.5.19

    ;

    ὑπὸ γᾶν A.Eu. 175

    (lyr.);

    ὑπὸ δελφῖνος ἰχθύες φ. Il.21.23

    , cf. 554 (cf. infr. 111.2): c. acc. cogn., φύγε λαιψηρὸν δρόμον ran the course full swiftly, Pi.P.9.121;

    τίνα φυγὴν φευξούμεθα; E.Hel. 1041

    ; φ. τὴν παρὰ θάλασσαν (sc. ὁδόν) flee by the shore route, Hdt.4.12; cf. infr. 111; for φυγῇ φεύγειν, v. infr. 11.1,

    φυγή 1.1

    .
    2 [tense] pres. and [tense] impf. tenses prop. express only the purpose or endeavour to get away: hence part. φεύγων is added to the compd. Verbs καταφεύγω, ἐκφεύγω, προφεύγω, to distinguish the attempt from the accomplishment, βέλτερον, ὃς φεύγων προφύγῃ κακὸν ἠὲ ἁλώῃ it is better that one should flee and escape than stay and be caught, Il.14.81;

    φεύγων ἐκφεύγει Hdt.5.95

    , cf. Ar.Ach. 177;

    φ. καταφυγεῖν Hdt.4.23

    .
    4 c. inf., shun or shrink from doing, Hdt.4.76, Antipho 1.13, Pl.Ap. 26a; with inf. omitted,

    φεύγουσι γάρ τοι χοἱ θρασεῖς

    shrink back,

    S.Ant. 580

    .
    II c. acc., flee, avoid, escape,

    Ἕκτορα Il.11.327

    , etc.;

    φ. τινὰ ἐκ μάχης Hdt.7.104

    ;

    φ. ἐς τὴν Ἀσίην τοὺς Σκύθας Id.4.12

    ;

    φ. θάνατον Il.1.60

    ;

    ἔνθ' ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον, οἴκοι ἔσαν πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλασσαν Od.1.11

    ; ἔφυγον κακόν, εὗρον ἄμεινον, formula used by μύσται, D.18.259; with modal dat., φ. ὄνειδος λόγοις, ἀμαχανίαν ἔργῳ, Pi.O.6.90, P.9.92; avoid, shun,

    χρὴ.. φεύγειν τὰ παχύνοντα Gal.Vict.Att.12

    ;

    τὴν ἀργίαν καὶ τὴν ἀκινησίαν τοῦ σώματος Sor.1.93

    , cf. 46, al.; φόνον φ. flee the consequences of the murder, E.Med. 796;

    αἷμα συγγενὲς φ. χθονός Id.Supp. 148

    ;

    τὰν Διὸς μῆτιν φ. A.Pr. 906

    (lyr.);

    ὀσμὴν.., μὴ βάλῃ, πεφευγότες S.Ant. 412

    ;

    φεύγων φυγῇ τὸ γῆρας Pl.Smp. 195b

    ;

    ἐς πόντον.. φύγε πέτρας νηῦς Od. 10.131

    ; οὐδεμία [πόλις] πέφευγε (sed fort. leg. ἀπέφυγε) δουλοσύνην πρὸς Ἱπποκράτεος at the hands of.., Hdt.7.154: part. [tense] pf. [voice] Pass. also retains the acc. in Hom. in periphrastic phrases,

    μοῖραν δ' οὔ τινά φημι πεφυγμένον ἔμμεναι ἀνδρῶν Il.6.488

    ;

    πεφυγμένον ἔμμεν ὄλεθρον Od.9.455

    ;

    οὔ οἱ νῦν ἔτι γ' ἔστι πεφυγμένον ἄμμε γενέσθαι Il.22.219

    , cf. h.Ven. 34:—but in pass. sense, τὸ πάραυτα πεφυγμένον κακόν Epicur.l.c.
    b seek to avoid, shirk,

    στρατείαν D.21.162

    ;

    εἰ τοῦτο φεύξονται καὶ μὴ 'θελήσουσι ποιεῖν Id.20.138

    ; so in [tense] aor.,

    ἢν φύγῃ τις, ζημιοῦν Ar.Ach. 717

    .
    2 of things,

    ἡνίοχον φύγον ἡνία

    escaped, slipped from his hands,

    Il.23.465

    ;

    Νέστορα δ' ἐκ χειρῶν φύγον ἡνία 8.137

    , cf. 11.128; τὸ φεῦγον the part which slips, X.Eq. 10.9, cf. Hp.Off.9, Gal.18(2).735: c. dupl. acc.,

    ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων Il.4.350

    , Od.1.64, etc.
    b of wine, 'go off', turn sour, Gp.7.7.8.
    III flee one's country, Il. 9.478, Od.13.259; οἱ φεύγοντες the exiles, Th.1.24, X.Ages.7.6;

    πατρίδα φ. Od.15.228

    , X.Cyr.3.1.24;

    τὴν αὑτοῦ Th.5.26

    ;

    ἅπασαν τὴν Ἀθηναίων ξυμμαχίδα IG12.10.30

    ;

    φ. ἐξ Ἄργεος Od.15.224

    , cf. Th.8.85; ἐξ Ἀθηνέων, ἐκ τῆς πατρίδος, Hdt.6.103, X.An.1.3.3.
    2 φ. ὑπὸ Σκυθέων to be expelled, driven out by.. Hdt.4.125: but esp. to be exiled,

    φ. ὑπὸ τοῦ δήμου Id.5.30

    , X.HG1.1.27; φ. ἐξ Ἀρείου πάγου by their sentence, Din.1.44: also c. acc.,

    φ. Πεισιστρατίδας Hdt. 5.62

    .
    3 abs., go into exile, live in banishment, A.Ag. 1668 (troch.), Antipho 2.2.9, Pl.Mx. 242b;

    δύο ἔτη φευγέτω Id.Lg. 867c

    ; φ. ἀειφυγίαν to be banished for life, ib. 871d, al.;

    φεόγειν Ἀμφίπολιν ἀειφυγίην SIG194.3

    , cf. 24 (Amphipolis, iv B. C.); but also

    ἐν ἀειφυγίᾳ Pl.Lg. 877e

    ;

    φεύγων ἀπ' οἴκων ἃς ἐγὼ φεύγω φυγάς E.Andr. 976

    ; φεύγοντες being in exile, opp.

    φυγόντες

    having gone into exile,

    Lys.14.33

    ; with play on words, "μέχρι τίνος φεύξῃ, Ἀρκαδίων; καὶ ὅς, ἔς τ' ἂν τοὺς ἀφίκωμαι οἳ οὐκ ἴσασι Φίλιππον" Duris 3 J.
    IV as law-term (mostly in [tense] pres. and [tense] impf., but cf. Lys.12.4 (v. infr.)), to be accused or prosecuted at law: ὁ φεύγων the accused, defendant, Ar.V. 893, Pl.R. 405b, etc.; opp.

    διώκω, οὔτε φεύγων ἁλοὺς οὔτε διώκων ἡττηθείς D.23.66

    ; c. acc., φ. γραφάς, δίκην, Ar.Eq. 442 (lyr.), Nu. 167;

    ὑπό τινος δίκας φ. Pl.Ap. 19c

    , cf. D.49.1;

    οὐδενὶ πώποτε οὔτε ἡμεῖς οὔτε ἐκεῖνος δίκην οὔτε ἐδικασάμεθα οὔτε ἐφύγομεν Lys.

    l. c.;

    φ. ἀπολογίας Aeschin.3.201

    ; the crime being added in gen.,

    φόνου δίκην φ. Antipho 5.9

    ;

    γραφὰς φ. παρανόμων D.18.235

    ; more freq. c. gen. only, φ. φόνου to be charged with murder, Lys.10.31, Lycurg.133, etc.;

    φ. δειλίας Ar. Ach. 1129

    ;

    ξενίας Id.V. 718

    (anap.); with gen. of the penalty,

    ἐὰν.. φεύγῃ δεσμῶν OGI218.92

    (Ilium, iii B. C.); also

    περὶ θανάτου φ. Antipho 5.95

    ;

    φ. ἐπὶ μηνύσει τινός And.1.18

    ; ἀσεβείας φ. ὑπό τινος is accused of impiety by.., Pl.Ap. 35d; rarely of things, τὸ φεῦγον ψήφισμα the decree that is on its defence, the decree in question, D.23.58:—in Hdt.7.214 αἰτίην φ. has the older sense, flee from a charge, quit one's country on account of a charge.
    2 plead in defence, δεῖ τοί σε φεύγειν.. ὡς οὐκ ἔχουσι κῦρος [οἱ νόμοι] A.Supp. 390; ἔφευγε μὴ εἰδέναι pleaded ignorance, S.Ant. 263, (Cf. Lat.fugio, Goth. biugan 'bend', etc.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φεύγω

  • 12 ἀνάγω

    ἀνάγω, [tense] fut.
    A

    ἀνάξω Hdt.7.10

    .θ, etc.: [tense] aor. 2 ἀνήγαγον, etc.: (v. ἄγω):—opp. κατάγω,
    I lead up from a lower place to a higher,

    ἐς Ολυμπον Thgn.1347

    , E.Ba. 289;

    πρὸς τὸ ὄρος X.An.3.4.28

    ; ἱερὸν ἀ. ξόανον, of the Trojan horse, E.Tr. 525; ὁ πέπλος ἀνάγεται εἰς τὴν ἀκρόπολιν Pl Euthphr.6c.
    2 lead up to the high sea, carry by sea,

    λαὸν ἀνήγαγεν ἐνθάδ' ἀείρας Il.9.338

    ;

    γυναῖκ' εὐειδέ' ἀνῆγες ἐξ Ἀπίης γαίης 3.48

    , cf. 6.292;

    στρατὸν ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα Hdt.7.10

    .θ: but freq. = simple ἄγω, conduct, carry to a place, Il.8.203, Od.3.272; ἀ. ναῦν put a ship to sea, Hdt.6.12, 7.100, etc.; ἀνάγειν abs. in the same sense, Id.3.41, 8.76, cf. D.23.169:—but this is more common in [voice] Med., v. infr. B.I.
    3 take up from the coast into the interior, Od.14.272; esp. from Asia Minor into Central Asia, ἀ. παρὰ or

    ὡς βασιλέα Hdt. 6.119

    , X.HG1.4.6, An.2.6.1, etc.; from Piraeus to Athens, Id.HG2.4.8.
    4 bring up, esp. from the dead,

    ἀ. εἰς φάος Hes.Th. 626

    ;

    εἰς φῶς Pl.R. 521c

    , S.Fr. 557 ([voice] Pass.);

    τῶν φθιμένων ἀ. A.Ag. 1023

    , cf. E.Alc. 985; κλίνει κἀνάγει πάλιν lays low and brings up again, S.Aj. 131;

    ἐκ λεχέων ἀ. φάμαν παλαιάν

    waken up, revive, renew,

    Pi.I.4(3).22

    .
    5 ἀ. χορόν conduct the choir, Hes.Sc. 280, E.Tr. 326, Th.3.104; ἀ. θυσίαν, ὁρτήν celebrate.., Hdt.2.48,60, al., cf. Act.Ap. 7.41; sacrifice,

    ταύρους OGI764.47

    (ii B. C.).
    6 lift up, raise,

    κάρα S.Ph. 866

    ;

    τὸ ὄμμα ἀ. ἄνω Pl.R. 533d

    ; ἀ. τὰς ὀφρῦς, = ἀνασπᾶν, Plu. 2.975c;

    ἂν πυκτεύοντες ἀνάγωσιν ἑαυτούς Id.2.541b

    .
    7 ἀ. παιᾶνα lift up a paean, S.Tr. 210; ἄναγε πολύδακρυν ἁδονάν, of a song of lamentation, E.El. 126;

    κωκυτόν Ph. 1350

    .
    8 ἀ. εἰς τιμήν raise to honour, Plu.Num.16;

    τίμιον ἀ. τινά E.HF 1333

    ; elevate, οἱ εἰς φιλοσοφίαν ἀνάγοντες [ἀστρονομίαν] Pl.R. 529a.
    9 in various senses,

    φάρμακα ἀνάγοντα

    expectorants,

    Hp.Morb.3.15

    ; ἀ. ὀδόντας cut teeth, Id.Aph.3.25; ἀ. πλῆθος αἵματος bring up blood, Plu.Cleom.30; ἀ. μηρυκισμόν chew the cud, LXX Le.11.3, al.; τὸν Νεῖλον ἀναγέτω bring the Nile up [over its banks], Luc.DDeor.3;

    ἀ. φάλαγγα

    deploy,

    Plu. Crass.23

    : Geom., draw a line, Arist.Metaph. 1051a25; ἀ. τεταγμένως erect as an ordinate, Apollon.Perg.Con.2.49; in building, carry a line of works to a point, Plu.Nic.18:

    ἀ. ὕδωρ

    distil,

    Syn.Alch. p.66B.

    10 μύρια τάλαντ' εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀνήγαγον, i.e. paid them into the treasury there, D.3.24.
    11 bring up a prisoner for examination, X.HG3.3.11, OGI483.185 (Pergam.), Plb.40.4.2, Act.Ap.12.4.
    12 train, rear,

    θετὸν υἱόν AP9.254

    (Phil.):—[voice] Pass.,

    εἰς μέτρα ἥβης ἀνηγόμην IG12(7).449

    ([place name] Amorgos); of plants,

    ἀ. ἀμπελῶνας S.

    (?)Fr. 1010.
    II bring back,

    ἀνήγαγον αὖθις Ἄργος ἐς ἱππόβοτον Il.15.29

    , cf. Od.24.401, Pi.P.5.3, etc.
    2 τὸν λόγον ἐπ' ἀρχὴν ἀ. carry back, refer to its principles, Pl.Lg. 626d;

    εἰς ἄλλας ἀρχάς Arist. EN 1113b20

    ;

    εἰς αὑτὸν τὴν ἀρχήν 1113a6

    , cf. GA 778b1, al.;

    εἰς γνωριμώτερον Metaph. 1040b20

    ; generally, refer,

    πάντα τοῖς λογισμοῖς εἰς ἀσφάλειαν Plu.Brut.12

    ;

    εἰς κοινὸν ὄνομα A.D.Synt.266.13

    ; freq. in [voice] Pass.,

    ἀνάγομαι εἴς τι Procl.Inst.21

    ;

    ὑπό τι Olymp. in Mete.326.33

    ;

    ἀπό, ἔκ τινος

    to be derived from,

    A.D.Adv.121.25

    , Synt.23.26; ἀ. ἀπό, ἐξ .. derive one's subsistence from.., Vett.Val.10.15,73.11.
    3 ἀ. τι εἰς τὸν δῆμον, Arist.Pol. 1292a25; of persons, ἀ. τινὰ ἐπὶ τὴν συγγραφήν refer him to the contract, D.56.31.
    4 reduce syllogism to another figure, Arist.APr. 29b1; reduce an argument to syllogism, ib. 46b40, al.
    5 in Law, return a slave sold with an undisclosed defect,

    εἰς πρατῆρα Pl.Lg. 915c

    , cf. Hyp.Ath.15.
    6 refer a claimant,

    πράτορι ἢ εἰς πόλιν ἔνδικον Milet.3

    No.140.42: abs.,

    ὁ ἔχων ἀναγέτω Foed.Delph.Pell.2

    A15;

    ἀ. ὅθεν εἴληφας D.45.81

    .
    7 rebuild, Plu.Publ.15, Cam.32.
    8 restore to its original shape, Parth.Ep. Dedic.;

    τάφρον PHal.1.5

    .
    9 reckon, calculate,

    ἀ. τὰς ἡμέρας πρὸς τὸ μαντεῖον Plu. Cim.18

    ;

    χρόνον ἐκ τῶν Ὀλυμπιονικῶν Num.1

    .
    10 intr. (sc. ἑαυτόν), withdraw, X.Cyr.7.1.45, etc.; ἐπὶ πόδα ἀ. retreat facing enemy, 3.3.69;

    ἀ. ἐπὶ σκέλος Ar.Av. 383

    : metaph., ἄναγε εἰς τοὐπίσω, perh. nautical, put back again, Pl.R. 528a.
    B [voice] Med. and [voice] Pass., put out to sea, set sail (v. supr. 1.2), Il.1.478, Hdt.3.137, etc.: [tense] fut.

    ἀνάξεσθαι Th.6.30

    , etc.;

    ἀναχθέντες Hdt.3.138

    , 4.152, cf. A.Ag. 626.
    2 metaph., put to sea, i. e. make ready, prepare oneself,

    ὡς ἐρωτήσων Pl.Chrm. 155d

    , cf. Erx. 392d.
    3 in thought, ascend to higher unity, Dam.Pr. 117.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνάγω

  • 13 ἐκ-βαίνω

    ἐκ-βαίνω (s. βαίνω), 1) herausgehen, – a) aussteigen, bes. aus dem Schiffe ans Land steigen, ἐκ νηὸς βῆ Il. 1, 439, wie ἐκ τῆς νεὼς ἐκβ. Thuc. 1, 137; gew. ohne Zusatz, ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βαῖνον ἐπὶ ῥηγμῖνι ϑαλάσσης Il. 1, 437; δησάμενοι ἐρετμὰ ἔκβητε Od. 8, 38; Thuc. 7, 40 u. A.; herabsteigen, πέτρης Il. 4, 107, wie 3, 113, ἐκ δ' ἔβαν αὐτοί, sie stiegen vom Wagen; ἔκβαιν' ἀπήνης Aesch. Ag. 880. 1009. – b) übh. herausgehen, verlassen; ψυχὴν ἐκβαίνουσαν ἐκ τοῠ σώματος Plat. Phaed. 77 d; ὅϑεν, ἔνϑεν ἐκβ., 113 e Tim. 44 e; νάπος, aus dem Thale, Add. 2 (IX, 300); ἐκβαίνειν πρὸς τὸ ὄρος, aus dem Thale heraus aufwärts steigen, Xen. An. 4, 2, 3. 25; ἄλλοσε, Eur. I. T. 781; ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνος Med. 56, soweit bin ich gekommen; – τίνος βοὴ πάραυλος ἐξέβη νάπ ους, tönte heraus aus, Soph. Ai. 876. – c) darüber hinausgehen, überschreiten; τύχης Eur. I. T. 907; τῆς εἰωϑυίας διαίτης Plat. Rep. III, 406 b; τῆς ἑαυτοῠ ἰδέας, aus seiner Eigenthümlichkeit heraustreten, II, 380 d; von der Zeit, dem Alter, τὰ τριάκοντα ἔτη, über die dreißig hinauskommen, VII, 537 e; τοῦ γεννᾶν τὴν ἡλικίαν V, 461 b; auch wie unser übertreten, verletzen, τὰ νομοϑετηϑέντα Polit. 295 d; τὸν ὅρκον Conv. 183 b; vgl. γαίας ὅρια Eur. Herc. fur. 82. Aber οὕτω τάχ' ἂν ἴσως ἐκ τῆς νομοϑεσίας ἐκβαίνοι, er kommt davon, kommt damit zu Stande, Plat. Legg. V, 744 a. – d) von der Rede ausgehen, abschweifen; ἔνϑεν ἐπὶ ταῦτα ἐξέβην, ἐπάνειμι, Xen. Hell. 7, 4, 1 Plat. Legg. IX, 864 c u. Redner; vgl. Soph. ποῖ ποτ' ἐξέβης λόγῳ Phil. 884. – e) ausgehen, ausfallen; τοιοῦτονἐκβέβηκεν Soph. Tr. 669; Her. 7, 709. 8, 60 u. öfter; ποικίλα γέ σοι ἐκβαίνει τὰ ὀνόματα Plat. Crat. 417 e; κατὰ νοῠν Menex. 247 d; ἄν τι μὴ κατὰ γνώμην ἐκβῇ, wider Erwarten, Dem. 1, 16; in Erfüllung gehen, ἐκβέβηκε ὅσα ἀπήγγειλε 19, 28; ἐξέβη τὸ ἐνύπνιον Alexis B. A. 96; κάκιστος ἀνδρῶν ἐκβέβηχ' οὑμὸς πόσις Eur. Med. 229, er ist erfunden worden; vgl. Plat. Rep. III, 413 e; καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός, σοφός, Men. monost. 274. 475. Auch = zu Ende gehen, App. Syr. 23. – 2) im aor. I. transit., herausgehen lassen, aussetzen; aus dem Schiffe, Il. 1, 438 Od. 24, 301; ἐς δὲ γαῖαν ἐξέβησέ σοι τάδ' ἀγγελοῦντα Eur. Hel. 1616, der auch ἐκβὰς πόδα = »den Fuß heraussetzen« sagt, Heracl. 805.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐκ-βαίνω

  • 14 Ἀφαία

    Ἀφαία test., Paus., 2. 30. 2, ἐπίκλησις δέ οἱ (sc. of Britomaris) παρά τε Αἰγινήταις ἐστὶν Ἀφαία. ἐν Αἰγίνῃ δὲ πρὸς τὸ ὄρος τοῦ Πανελληνίου Διὸς ἰοῦσιν, ἔστιν Ἀφαίας ἱερόν, ἐς ἣν καὶ Πίνδαρος ᾆσμα Αἰγινήταις ἐποίησεν fr. 89.

    Lexicon to Pindar > Ἀφαία

  • 15 ἐξαναχωρέω

    A go out of the way, withdraw, retreat, ἐπὶ τὸν ποταμόν, πρὸς τὸ ὄρος, Hdt.1.207,5.101, cf. Ph.1.229, al.;

    ἀπὸ τῶν φορτίων Hdt.4.196

    ; of a plant, [γῆς] συνημερουμένης ἐ. Thprh.HP6.3.3.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαναχωρέω

  • 16 ἐκβαίνω

    ἐκ-βαίνω, (1) herausgehen, (a) aussteigen, bes. aus dem Schiffe ans Land steigen; herabsteigen; ἐκ δ' ἔβαν αὐτοί, sie stiegen vom Wagen. (b) übh. herausgehen, verlassen; νάπος, aus dem Tale; ἐκβαίνειν πρὸς τὸ ὄρος, aus dem Tale heraus aufwärts steigen; ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνος, soweit bin ich gekommen; τίνος βοὴ πάραυλος ἐξέβη νάπ ους, tönte heraus aus. (c) darüber hinausgehen, überschreiten; τῆς ἑαυτοῠ ἰδέας, aus seiner Eigentümlichkeit heraustreten; von der Zeit, dem Alter, τὰ τριάκοντα ἔτη, über die dreißig hinauskommen; auch wie unser übertreten, verletzen. Aber οὕτω τάχ' ἂν ἴσως ἐκ τῆς νομοϑεσίας ἐκβαίνοι, er kommt davon, kommt damit zu Stande. (d) von der Rede ausgehen, abschweifen. (e) ausgehen, ausfallen; ἄν τι μὴ κατὰ γνώμην ἐκβῇ, wider Erwarten; in Erfüllung gehen; κάκιστος ἀνδρῶν ἐκβέβηχ' οὑμὸς πόσις, er ist erfunden worden. Auch = zu Ende gehen. (2) transit., herausgehen lassen, aussetzen; aus dem Schiffe; ἐκβὰς πόδα, den Fuß heraussetzen

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἐκβαίνω

  • 17 πρόςορος

    πρός-ορος, angrenzend, benachbart

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > πρόςορος

  • 18 εχω

         ἔχω
        (impf. εἶχον; fut. ἕξω и σχήσω; aor. 2 ἔσχον, imper. σχές, conjct. σχῶ, opt. σχοίην, inf. σχεῖν, part. σχών; pf. ἔσχηκα; ppf. ἐσχήκειν; pass.: praes. ἔχομαι, impf. εἰχόμην, fut. σχεθήσομαι, aor. ἐσχέθην, pf. ἔσήμαι)
        1) держать, нести
        

    (πεμπώβολα χερσίν, τόξον ἐν χειρί, στεροπέν μετὰ χερσίν Hom.; αἰχμήν Aesch.; διὰ χειρός τι и τινὰ ἐπ΄ ὤμων Soph.; μετὰ χεῖράς τι Thuc.)

        οὐχ ὑπὸ ζυγῷ λόφον δικαίως ἔ. Soph.не желать подчиниться ярму

        2) med. держаться
        

    ἐπὴ ξυροῦ ἀκμῆς ἔ. Her. — держаться на острие бритвы, т.е. «на волоске»

        3) med. держать или нести на себе
        

    (οὐρανόν Hes.)

        ἀσπίδα πρόσθε σχόμενος Hom.выставив вперед свой щит

        4) med. держаться, выдерживать
        5) брать, хватать, держать
        

    (τινὰ χειρός или ποδός Hom.; τινὰ μέσον Arph.)

        Ζῆν΄ ἔχων ἐπώμοτον Soph. — беря Зевса в свидетели (моей клятвы);
        pass. — быть схваченным, захваченным или охваченным, перен. находиться во власти:
        ζῶντες ἐχόμενοι Thuc. — захваченные живьем;
        ἐχομένων τῶν Ἀφιδνῶν Plut. — так как Афидны были захвачены (противником);
        τὸ ὄρος ἐχόμενον Xen. — занятая (войсками) гора;
        ἔχομαι μέσος Arph. или (ἐν) ἀνάγκῃ Xen. — я в безвыходном положении;
        ἔ. ἄλγεσι Hom. — страдать;
        λύπῃ σχεθείς Plut. — охваченный скорбью;
        ἔ. κωκυτῷ καὴ οἰμωγῆ Hom. — предаваться воплям и жалобам;
        ἔ. ἐν ξυμφοραῖς Plat. — быть в беде;
        ἔ. ὀργῇ — быть в гневе;
        ἔ. ὑπὸ ἐπιθυμίας Plat.быть одержимым страстью

        6) med. держаться, хвататься, цепляться
        

    (πέτρης Hom.; ὅπως κισσὸς δρυός Eur.; πείσματος Plat.; χλαμύδος Luc.)

        ταύτης ἐχόμενος τές προφάσιος Her.ухватившись за этот предлог

        7) med. браться, приниматься, предпринимать
        

    (ἔργου Pind., Plut.; πολέμου Thuc., Plut.)

        ἔ. τῶν ἀθίκτων Soph. — прикасаться к неприкосновенному;
        μαντικῆς τέχνης ἔ. Soph.быть причастным к искусству прорицания

        8) тж. med. держаться, придерживаться
        

    (δόξης τινὸς περί τινος, med. ἀληθείας Plat.; med. γνώμης τινός и λόγου τινός Thuc.)

        ἔχεσθαι ὅτι μάλιστα τῶν ἁρμάτων Xen.держаться как можно ближе к повозкам

        9) med. ( непосредственно) соприкасаться, быть тесно связанным, примыкать
        ὄρος ἐχόμενον τῆς Ῥοδόπης Thuc. — гора, смежная с Родопой;
        ἥ ἐχομένη νῆσος Isocr. — соседний остров;
        οἱ ἐχόμενοι Her. — сопредельные народы, ближайшие соседи;
        τὰ τούτων ἐχόμενα Xen. и τὰ ἐχόμενα τούτοις Plat.связанные с этим или вытекающие отсюда вопросы;
        τοῦ ἐχομένου ἔτους Thuc. — в следующем году;
        τὰ τῶν σιτίων ἐχόμενα Her. — то, что относится к продовольствию;
        ἐν τοῖς ἐχομένοις Arst. — в последующем изложении;
        ἃ διδασκάλων εἴχετο Plat. (то), что касалось учителей, т.е. чему учили учителя;
        οἱ τῶν εἰκότων ἐχόμενοι Plut. — те, чей рассказ более правдоподобен

        10) (об одежде, снаряжении и т.п.) иметь на себе, носить
        

    (κυνέην κεφαλῇ, παρδαλέην ὤμοισιν, σὰκος ὤμῳ, εἷμα ἀμφ΄ ὤμοισι, ἵπποι ζυγὸν ἀμφὴς ἔχοντες Hom.; στολέν ἀμφὴ σῶμα Eur.; τὰ ὅπλα Arst.; συκῆ ἔχουσα φύλλα NT.)

        ἔχοντες τοὺς χιτῶνας Xen.одетые в хитоны

        11) иметь, владеть, обладать
        

    (κραδίην καὴ θυμόν Hom.; τὰν βελέων ἀλκὰν χεροῖν Soph.; τέν γῆν Thuc.; ἐπιστήμην Xen., Plat.; τὰ ἐπιτήδεια Arst.; εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω NT.)

        Δία οὐκ ἔχε ὕπνος Hom. — Зевсом сон не владел, т.е. Зевс не спал;
        φόβος μ΄ ἔχει Aesch. — страх объемлет меня;
        οἶνος ἔχει φρένας Hom. — вино туманит рассудок;
        σῇσιν ἔχε φρεσί Hom. — сохрани в своей памяти;
        Βρόμιος ἔχει τὸν χῶρον Aesch. — это - владения Бромия;
        θῇρες, οὓς ὅδ΄ ἔχει χῶρος Soph. — животные, населяющие этот край;
        ἔχων τοὺς ἱππεῖς ἐπηκολούθει Xen. (Крез) с конницей следовал позади;
        ὅ ἔχων Soph., Eur., Xen.; — имущий, богатый;
        οἱ οὐκ ἔχοντες Eur. — неимущие, бедные;
        τὸ μη ἔ. Eur. — бедность;
        κούρην Πριάμοιο ἔ. Hom. — быть женатым на дочери Приама;
        ἔχεθ΄ Ἕκτορι Hom. — она была замужем за Гектором;
        ἐπ΄ ἀριστερὰ (χειρὸς) ἔ. τι Hom.иметь слева что-л., т.е. находиться справа от чего-л.;
        ἐν δεξιᾷ ἔ. Thuc. — иметь справа (от себя);
        τινὰ ὕστατον ἔ. Xen. — иметь, т.е. поставить кого-л. в арьергарде;
        γῆρας ἔχυιν или ὃν γῆρας ἔχει Hom. — старый;
        ἥβην ἔ. Plat. — быть юношей;
        ἐπεὴ ἔχοιεν τέν ἡλικίαν, ἣν σὺ ἔχεις Xen. — по достижении ими твоего возраста;
        ἔ. φθόνον παρά τινι Plut.возбуждать в ком-л. зависть;
        ἔγκλημα ἔ. τινί Soph.иметь жалобу на кого-л.;
        λόγον ἔ. Plat. — иметь (разумный) смысл;
        τιμην ἔ. παρὰ πᾶσιν Plut. — быть уважаемым всеми;
        ἔ. τι ἀνὰ στόμα καὴ διὰ γλώσσης Eur. и διὰ στόματος Plut. (постоянно) говорить о чем-л.;
        φύσιν ἔχει Plat. (это) естественно, в порядке вещей;
        ἀγνοία μ΄ ἔχει Soph. — я в неведении, не знаю;
        πόλιν κίνδυνος ἔσχε Eur. — над городом нависла опасность;
        λιμὸς ἔχει Aesch. — голод терзает;
        ἀγρυπνίῃσι ἔχεσθαι Her. — страдать бессонницей;
        ἐν νοσήμασιν ἐχόμενοι Plat. — больные;
        ὄφρα με βίος ἔχῃ Soph. — пока я жив(а);
        αἰτίαν ἔ. τινός Trag., Her.; — быть виновным или обвиняемым в чем-л.;
        δι΄ αἰτίας Thuc. и ἐν αἰτίᾳ ἔ. τινά Her., Thuc.; — обвинять кого-л.;
        ἔπαινον ἔ. Arst.быть хвалимым

        12) держать или нести на себе, поддерживать, подпирать
        

    (κίονες γαῖάν τε καὴ οὐρανὸν ἀμφὴς ἔχουσιν Hom.; τὰ ἐπικείμενα βάρη Arst.)

        13) держать, поднимать
        

    (ὑψοῦ κάρη Hom.)

        14) (тж. ἐν γαστρὴ ἔ. Her., NT.) носить во чреве, быть беременной
        

    (ἥ γυνέ ἔχουσα Her.)

        ἥ ἔχουσα Arst. = ἥ μήτηρ

        15) ( о месте) занимать, находиться
        

    ἔ. τὸ κέρας ἄκρον Thuc. — находиться на крайнем фланге;

        οὖδας ἔχοντες Hom. — распростертые по полу (тела);
        ἔχεις χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν Soph. — ты стоишь на земле, которую нельзя топтать (т.е. священной)

        16) обитать, населять
        

    (οὐρανόν Hom.; Ὀλύμπια δώματα Hes.; χῶρον Aesch.; τὰ ὄρη Xen.)

        οἱ κατὰ τέν Ἀσίαν ἔχοντες Xen. — те, кто населяет Азию;
        ἔ. ὀρέων κάρηνα Hom.обитать на вершинах гор

        17) (тж. ἐντὸς ἔ. Hom.) содержать в себе, заключать, окружать
        

    (φρένες ἧπαρ ἔχουσι Hom.; ὅ χαλκὸς ἔχει τὸ εἶδος τοῦ ἀνδριάντος Arst.)

        τοὺς ἄκρατος ἔχει νύξ Aesch. — их окутывает непроглядная ночь;
        σταθμὸν ἔ. χιλίων ταλάντων Diod.весить или стоить тысячу талантов

        18) владеть, иметь в своем распоряжении, управлять
        

    (Θήβας Eur.)

        19) заботиться, печься, охранять
        

    ἔ. πατρώϊα ἔργα Hom. — возделывать отцовские поля;

        ἔ. κῆπον Hom. — ухаживать за садом;
        ἔ. ἀγέλας Xen. — смотреть за стадами;
        φυλακὰς ἔ. Hom. — нести стражу;
        σκοπιέν ἔ. Hom., Her.; — вести наблюдение;
        δίκας ἔ. Dem.вершить суд

        20) охранять, защищать
        ἔχε χρόα χάλκεα τεύχη Hom. — тело покрывали медные доспехи;
        πύλαι οὐρανοῦ, ἃς ἔχον Ὧραι Hom. — небесные врата, которые стерегли Горы

        21) med. зависеть
        

    ἐν θεοῖσιν ἔ. Hom. — зависеть от воли богов;

        σέο ἕξεται Hom.это будет зависеть от тебя

        22) сдерживать, скреплять, связывать
        23) сдерживать, удерживать
        

    (ἵππους, μῦθον σιγῇ Hom.; στόμα σιγᾷ Eur.)

        εἶχε σιγῇ καὴ ἔφραζε οὐδενί Her. (Эвений) хранил молчание и никому (ничего) не говорил;
        πᾶς ἀσκὸς δύο ἄνδρας ἕξει τοῦ μέ καταδῦναι Xen. — каждый бурдюк удержит двух человек от погружения, т.е. на поверхности воды

        24) задерживать, останавливать
        οὐδέ οἱ ἔσχεν ὀστέον Hom. — у него кость не сдержала (брошенного камня), т.е. была разбита;
        χεῖρας ἔχων Ἀχιλῆος Her. — держа (за) руки Ахилла;
        ἔ. δάκρυον Hom. — сдерживать слезы;
        ἔχε αὐτοῦ (πόδα σόν) Eur., Dem.; — остановись;
        ὄμμα ἔ. Soph. — прятать взоры, т.е. уединяться, скрываться

        25) унимать, успокаивать
        

    (κῦμα, ὀδύνας Hom.)

        26) (sc. ἑαυτόν) униматься, утихать, останавливаться, оставаться на месте
        

    οὐδέ οἱ ἔγχος ἔχε ἀτρέμας Hom. — копье (в руках) его не оставалось спокойным;

        σχὲς οὗπερ εἶ Soph. — остановись, где находишься, т.е. не продолжай;
        σχές, μή με προλίπῃς Eur. — остановись, не покидай меня;
        εἰ δὲ βούλει, ἔχε ἠρέμα Plat. — подожди, пожалуйста;
        στῆ σχομένη Hom.она остановилась

        27) med. воздерживаться, отказываться, прекращать
        

    (μάχης Hom., Plut.; τιμωρίης Her.)

        σχέσθαι χέρα τινός Eur.удержаться от нанесения удара кому-л.

        28) ощущать, испытывать, переживать
        

    (ἄλγεα Hom.; φθόνον Aesch.; θαῦμα Soph.; αἰσχύνην Eur.)

        ἔ. πένθος (μετὰ) φρεσί Hom. — скорбеть душой;
        ἐν ὀρρωδίᾳ τι ἔ. Thuc.испытывать страх перед чем-л.;
        κότον ἔ. Hom. и ὀργὰς ἔ. Aesch. — гневаться;
        ἐν ὀργῇ или δι΄ οργῆς ἔ. τινά Thuc.быть в гневе на кого-л.;
        εὔνοιάν τινι ἔ. Eur.благоволить к кому-л.;
        μεριμνήματα ἔχων βαρέα Soph. — удрученный тяжелыми заботами;
        σπάνιν σχεῖν τοῦ βίου Soph. — испытывать недостаток в средствах к жизни;
        χρείαν ἔ. τινός Hom.нуждаться в чем-л., не иметь чего-л.

        29) вызывать, возбуждать, причинять
        

    (πικρὰς ὠδῖνας Hom.; ἀγανάκτησιν Thuc.; ἱδρῶτα οὐκ ὀλίγον Luc.; ἔλεον Plut.)

        30) направлять, вести
        

    (ἵππους πεδίονδε Hom.; ἅρμα, δίφρον Hes.; τὰς νέας παρὰ τέν ἤπειρον Her.)

        ἔ. πόδα ἔξω τινός Aesch., Eur. и ἔ. πόδα ἐκτός τινος Soph.держаться в стороне от чего-л. или избавиться от чего-л.;
        ἔ. τὸν νοῦν или γνώμην πρός τινα и πρός τι Thuc.обращать внимание на кого(что)-л.

        31) (sc. ἑαυτόν, ἵππον и т.п.) направляться, отправляться
        

    (Πύλονδε Hom.; εἰς τέν Ἀργολίδα χώρην Her.)

        ἐς Φειὰν σχόντες Thuc.отправившись или прибыв в Фию;
        κίονες ὑψόσε ἔχοντες Hom. — устремленные ввысь колонны;
        ἔκτοσθε ὀδόντες ὑὸς ἔχον Hom. — снаружи (шлема) вздымались клыки вепря;
        ἔγχος ἔσχε δι΄ ὤμου Hom. — копье впилось в плечо;
        αἱ ὁδοὴ αἱ ἐπὴ τὸν ποταμὸν ἔχουσαι Her. — улицы (Вавилона), ведущие к реке

        32) предпринимать, производить, совершать
        φόρμιγγες βοέν ἔχον Hom. — форминги зазвучали;
        θήραν ἔ. Soph. — охотиться, перен. совершать погоню;
        λιτὰς ἔ. Soph. — умолять;
        δι΄ ἡσυχίας ἔ. Thuc. — поддерживать спокойствие;
        φυγέν ἔ. Aesch.совершать побег или отправляться в изгнание;
        γόους ἔ. Soph. — издавать вопли;
        παρουσίαν ἔ. Soph. — (по)являться;
        μνήμην ἔ. Soph. — хранить воспоминание, помнить;
        συγγνώμην ἔ. Soph. — оказывать снисхождение, прощать;
        ἀμφί τι ἔ. Xen.быть занятым чем-л.

        33) придвигать, приближать
        34) иметь возможность, быть в состоянии, мочь
        

    (ταῦτα σ΄ ἔχω μόνον προσειπεῖν Soph.)

        οὐ πόδεσσιν εἶχε στηρίξασθαι Hom. — он не смог удержаться на ногах;
        ἐξ οἵων ἔχω Soph. — всеми доступными мне средствами, как могу;
        οὐκ ἔχω τί φῶ Aesch., Soph.; — мне нечего сказать;
        ὅ τι ἄριστον ἔχετε Xen. — так хорошо, как только (с)можете;
        οὐκ ἂν ἄλλως ἔχοι Dem.иначе было бы невозможно

        35) знать, видеть, понимать
        

    (οὐκ ἔχων ὅ τι χρέ λέγειν Xen.; τέχνην τινά Hes., Eur., Her., Plat.)

        οἱ τὰς τέχνας ἔχοντες Xen. — мастера;
        ἵππων δμῆσιν ἐχέμεν Hom. — владеть искусством объездки лошадей;
        ἔ. σωτηρίαν τινά Eur.знать какое-л. средство спасения;
        ἔχεις τι ; Soph.тебе что-л. известно?

        36) получать, приобретать
        

    (γνώμην δίκαιαν, στέφανον εὐκλείας Soph.)

        37) относиться, быть (так или иначе) расположенным
        

    (τινί Arst., Dem., πρός τι Plat. и πρός τινα Plut.)

        ἕξω ὡς λίθος Hom. — я буду тверд(а) как камень;
        τὰ ἐς Ἡσίοδόν τε καὴ Ὅμηρον ἔχοντα Her. (данные), относящиеся к Гесиоду и Гомеру;
        ἔχθρα ἔχουσα ἐς Ἀθηναίους Her. — вражда (эгинян) к афинянам;
        ἐπί τινι ἔ. Her.действовать против кого-л.

        38) рассматривать, считать (чем-л.), признавать
        

    Ὀρφέα ἄνακτα ἔ. Eur. — считать Орфея (своим) учителем;

        ἐν αἰτίῃ ἔ. τινα Her.считать кого-л. виновным;
        ἐν αἰσχύναις ἔ. τι Eur.считать что-л. постыдным;
        ἐν ἡδονῇ ἔ. τι Thuc.находить удовольствие в чем-л.

        39) ( cum adv.) находиться в (том или ином) состоянии, обстоять
        

    εὖ ἔ. Hom. и χαλῶς ἔ. Soph., Plat.; — быть в порядке, прекрасно обстоять, процветать;

        εὖ σώματος ἔ. Plat. — чувствовать себя хорошо, быть здоровым;
        οἰκείως ἔ. Dem. — благоприятствовать;
        ἀκινούνως ἔ. Dem. — находиться в безопасности;
        τὰ μέλλοντα καλῶς ἔχει Dem. — виды на будущее благоприятны;
        πάντα ἔχει ὡς δεῖ Dem. — все обстоит так, как следует;
        ἐναντίως ἔχει Dem. — происходит наоборот;
        εἰ οὖν οὕτως ἔχει Xen. — если дело обстоит так;
        ἔχει μὲν οὕτως Arph. — так оно и есть, это верно;
        ὡς ποδῶν εἶχε Her. — со всех ног, во всю прыть;
        ὡς τάχους εἶχε Her., Thuc.; — с величайшей скоростью;
        ὡς οὕτως ( или ὡς ὧδε) ἐχόντων Her. и οὕτω ἐχόντων Xen. (лат. quae cum ita sint или se habeant) — при таком положении вещей, ввиду этого;
        χαλεπῶς ἔ. ὑπὸ τραυμάτων Plut. — тяжело страдать от ран;
        κατεκλίθη, ὥσπερ εἶχε, χαμαί Xen. (он) лег, как был (пышно одетый), на землю;
        ὡς или ὥσπερ ἔχει Her., Thuc. etc. — как есть, т.е. без промедления, тотчас же;
        ὥς τις μνήμης ἔχοι Thuc. — насколько кому позволяет память;
        μετρίως ἔ. πρός τι Xen.быть умеренным в чем-л.;
        ἀκρατῶς ἔ. πρός τι Plat.неумеренно предаваться чему-л.;
        ἀναγκαῖως ἡμῖν ἔχει Her. — нам необходимо, мы должны

        40) imper. ἔχε (= ἄγε См. αγε) ну!, ну-ка!
        

    ἔχε δή μοι τόδε εἰπέ Plat. — так скажи же мне;

        ἔχ΄ ἀποκάθαιρε τὰς τραπέζας Arph. — давай, вычисти-ка столы

        41) с part. aor. (реже с part. pf. или praes.) другого глагола в описат. оборотах или для выражения длительности
        

    ἀμφοτέρων με τούτων ἀποκληΐσας ἔχεις Her. — ты запретил мне доступ к обеим (войне и охоте);

        λέγεται ὅ Ζεὺς τῆς Ἥρας ἐρασθεὴς ἔ. Plat. — Зевс, говорят, влюблен в Геру;
        οἷά μοι βεβουλευκὼς ἔχει Soph. (все), что (Креонт) замыслил против меня;
        ὃν εἶχον ἐκβεβληκότες Soph. (тот), кого они покинули;
        ἤιε (= атт. ᾔει) ἔχων ταῦτα ἐς τὰς Σάρδις Her. — он отправился с этим в Сарды;
        ἵπποι, οὓς αὐτὸς ἔχων ἀτίταλλεν Hom. — кони, которых сам (Приам) вырастил;
        ληρεῖς ἔχων Arph. — ты шутишь;
        τί δῆτα ἔχων στρέφει ; Plat. — отчего же ты увертываешься (от прямого ответа)?;
        οὐ μέ φλυαρήσεις ἔχων Arph. — не дурачься;
        ὡς οὐδὲν εἴη ἀσφαλέως ἔχον Her. (Кир подумал), что нет ничего прочного;
        ἐστὴν ἀναγκαίως ἔχον Aesch. — необходимо;
        τὸ νῦν ἔχον Luc. — теперь, ныне;
        τὸν θανόντα πατέρα καταστένουσ΄ ἔχεις Eur.ты оплакиваешь умершего отца

    Древнегреческо-русский словарь > εχω

  • 19

    ὁ, ἡ, τό pl. οἱ, αἱ, τά article, derived fr. a demonstrative pronoun, ‘the’. Since the treatment of the inclusion and omission of the art. belongs to the field of grammar, the lexicon can limit itself to exhibiting the main features of its usage. It is difficult to set hard and fast rules for the employment of the art., since the writer’s style had special freedom of play here—Kühner-G. I p. 589ff; B-D-F §249–76; Mlt. 80–84; Rob. 754–96; W-S. §17ff; Rdm.2 112–18; Abel §28–32; HKallenberg, RhM 69, 1914, 642ff; FVölker, Syntax d. griech. Papyri I, Der Artikel, Progr. d. Realgymn. Münster 1903; FEakin, AJP 37, 1916, 333ff; CMiller, ibid. 341ff; EColwell, JBL 52, ’33, 12–21 (for a critique s. Mlt-H.-Turner III 183f); ASvensson, D. Gebr. des bestimmten Art. in d. nachklass. Epik ’37; RFink, The Syntax of the Greek Article ’53; JRoberts, Exegetical Helps, The Greek Noun with and without the Article: Restoration Qtly 14, ’71, 28–44; HTeeple, The Greek Article with Personal Names in the Synoptic Gospels: NTS 19, ’73, 302–17; Mussies 186–97.
    this one, that one, the art. funct. as demonstrative pronoun
    in accordance w. epic usage (Hes., Works 450: ἡ=this [voice]) in the quot. fr. Arat., Phaenom. 5 τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν for we are also his (lit. this One’s) offspring Ac 17:28.
    ὁ μὲν … ὁ δέ the one … the other (Polyaenus 6, 2, 1 ὁ μὲν … ὁ δὲ … ὁ δε; PSI 512, 21 [253 B.C.]); pl. οἱ μὲν … οἱ δέ (PSI 341, 9 [256 B.C.]; TestJob 29:1) some … others w. ref. to a noun preceding: ἐσχίσθη τὸ πλῆθος … οἱ μὲν ἦσαν σὺν τοῖς Ἰουδαίοις, οἱ δὲ σὺν τοῖς ἀποστόλοις Ac 14:4; 17:32; 28:24; 1 Cor 7:7; Gal 4:23; Phil 1:16f. Also without such a relationship expressed τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς Eph 4:11. οἱ μὲν … ὁ δέ Hb 7:5f, 20f. οἱ μὲν … ἄλλοι (δέ) J 7:12. οἱ μὲν … ἄλλοι δὲ … ἕτεροι δέ Mt 16:14. τινὲς … οἱ δέ Ac 17:18 (cp. Pla., Leg. 1, 627a; 2, 658 B.; Aelian, VH 2, 34; Palaeph. 6, 5).—Mt 26:67; 28:17 οἱ δέ introduces a second class; just before this, instead of the first class, the whole group is mentioned (cp. X., Hell. 1, 2, 14, Cyr. 3, 2, 12; KMcKay, JSNT 24, ’85, 71f)= but some (as Arrian, Anab. 5, 2, 7; 5, 14, 4; Lucian, Tim. 4 p. 107; Hesych. Miles. [VI A.D.]: 390 Fgm. 1, 35 end Jac.).
    To indicate the progress of the narrative, ὁ δέ, οἱ δέ but he, but they (lit. this one, they) is also used without ὁ μέν preceding (likew. Il. 1, 43; Pla., X.; also Clearchus, Fgm. 76b τὸν δὲ εἰπεῖν=but this man said; pap examples in Mayser II/1, 1926, 57f) e.g. Mt 2:9, 14; 4:4; 9:31; Mk 14:31 (cp. Just., A II, 2, 3). ὁ μὲν οὖν Ac 23:18; 28:5. οἱ μὲν οὖν 1:6; 5:41; 15:3, 30.—JO’Rourke, Paul’s Use of the Art. as a Pronoun, CBQ 34, ’72, 59–65.
    the, funct. to define or limit an entity, event, or state
    w. nouns
    α. w. appellatives, or common nouns, where, as in Pla., Thu., Demosth. et al., the art. has double significance, specific or individualizing, and generic.
    א. In its individualizing use it focuses attention on a single thing or single concept, as already known or otherwise more definitely limited: things and pers. that are unique in kind: ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη, ὁ οὐρανός, ἡ γῆ, ἡ θάλασσα, ὁ κόσμος, ἡ κτίσις, ὁ θεός (BWeiss [s. on θεός, beg.]), ὁ διάβολος, ὁ λόγος (J 1:1, 14), τὸ φῶς, ἡ σκοτία, ἡ ζωή, ὁ θάνατος etc. (but somet. the art. is omitted, esp. when nouns are used w. preps.; B-D-F §253, 1–4; Rob. 791f; Mlt-Turner 171). ἐν συναγωγῇ καὶ ἐν τῷ ἱερῷ J 18:20.—Virtues, vices, etc. (contrary to Engl. usage): ἡ ἀγάπη, ἡ ἀλήθεια, ἡ ἁμαρτία, ἡ δικαιοσύνη, ἡ σοφία et al.—The individualizing art. stands before a common noun that was previously mentioned (without the art.): τοὺς πέντε ἄρτους Lk 9:16 (after πέντε ἄρτοι vs. 13). τὸ βιβλίον 4:17b (after βιβλίον, vs. 17a), τοὺς μάγους Mt 2:7 (after μάγοι, vs. 1). J 4:43 (40); 12:6 (5); 20:1 (19:41); Ac 9:17 (11); Js 2:3 (2); Rv 15:6 (1).—The individ. art. also stands before a common noun which, in a given situation, is given special attention as the only or obvious one of its kind (Hipponax [VI B.C.] 13, 2 West=D.3 16 ὁ παῖς the [attending] slave; Diod S 18, 29, 2 ὁ ἀδελφός=his brother; Artem. 4, 71 p. 245, 19 ἡ γυνή=your wife; ApcEsdr 6:12 p. 31, 17 μετὰ Μωσῆ … ἐν τῷ ὄρει [Sinai]; Demetr. (?): 722 fgm 7 Jac. [in Eus., PE 9, 19, 4] ἐπὶ τὸ ὄρος [Moriah]) τῷ ὑπηρέτῃ to the attendant (who took care of the synagogue) Lk 4:20. εἰς τὸν νιπτῆρα into the basin (that was there for the purpose) J 13:5. ἰδοὺ ὁ ἄνθρωπο here is this (wretched) man 19:5. ἐκ τῆς παιδίσκης or ἐλευθέρας by the (well-known) slave woman or the free woman (Hagar and Sarah) Gal 4:22f. τὸν σῖτον Ac 27:38. ἐν τῇ ἐπιστολῇ 1 Cor 5:9 (s. ἐπιστολή) τὸ ὄρος the mountain (nearby) Mt 5:1; 8:1; 14:23; Mk 3:13; 6:46; Lk 6:12; 9:28 al.; ἡ πεισμονή this (kind of) persuasion Gal 5:8. ἡ μαρτυρία the (required) witness or testimony J 5:36.—The art. takes on the idea of κατʼ ἐξοχήν ‘par excellence’ (Porphyr., Abst. 24, 7 ὁ Αἰγύπτιος) ὁ ἐρχόμενος the one who is (was) to come or the coming one par excellence=The Messiah Mt 11:3; Lk 7:19. ὁ προφήτης J 1:21, 25; 7:40. ὁ διδάσκαλος τ. Ἰσραήλ 3:10 (Ps.-Clem., Hom. 5, 18 of Socrates: ὁ τῆς Ἑλλάδος διδάσκαλος); cp. MPol 12:2. With things (Stephan. Byz. s.v. Μάρπησσα: οἱ λίθοι=the famous stones [of the Parian Marble]) ἡ κρίσις the (last) judgment Mt 12:41. ἡ ἡμέρα the day of decision 1 Cor 3:13; (cp. Mi 4:6 Mt); Hb 10:25. ἡ σωτηρία (our) salvation at the consummation of the age Ro 13:11.
    ב. In its generic use it singles out an individual who is typical of a class, rather than the class itself: ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος Mt 12:35. κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον 15:11. ὥσπερ ὁ ἐθνικός 18:17. ὁ ἐργάτης Lk 10:7. ἐγίνωσκεν τί ἦν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ J 2:25. τὰ σημεῖα τοῦ ἀποστόλου 2 Cor 12:12. ὁ κληρονόμος Gal 4:1. So also in parables and allegories: ὁ οἰκοδεσπότης Mt 24:43. Cp. J 10:11b, 12. The generic art. in Gk. is often rendered in Engl. by the indef. art. or omitted entirely.
    β. The use of the art. w. personal names is varied; as a general rule the presence of the art. w. a personal name indicates that the pers. is known; without the art. focus is on the name as such (s. Dssm., BPhW 22, 1902, 1467f; BWeiss, D. Gebr. des Art. b. d. Eigennamen [im NT]: StKr 86, 1913, 349–89). Nevertheless, there is an unmistakable drift in the direction of Mod. Gk. usage, in which every proper name has the art. (B-D-F §260; Rob. 759–61; Mlt-Turner 165f). The ms. tradition varies considerably. In the gospels the art. is usu. found w. Ἰησοῦς; yet it is commonly absent when Ἰ. is accompanied by an appositive that has the art. Ἰ. ὁ Γαλιλαῖος Mt 26:69; Ἰ. ὁ Ναζωραῖος vs. 71; Ἰ. ὁ λεγόμενος Χριστός 27:17, 22. Sim. Μαριὰμ ἡ μήτηρ τοῦ Ἰ. Ac 1:14. The art. somet. stands before oblique cases of indecl. proper names, apparently to indicate their case (B-D-F §260, 2; Rob. 760). But here, too, there is no hard and fast rule.—HTeeple, NTS 19, ’73, 302–17 (synopt.).
    γ. The art. is customarily found w. the names of countries (B-D-F §261, 4; W-S. § 18, 5 d; Rob. 759f); less freq. w. names of cities (B-D-F §261, 1; 2; Rob. 760; Mlt-Turner 170–72). W. Ἰερουσαλήμ, Ἱεροσόλυμα it is usu. absent (s. Ἱεροσόλυμα); it is only when this name has modifiers that it must have the art. ἡ νῦν Ἰ. Gal 4:25; ἡ ἄνω Ἰ. vs. 26; ἡ καινὴ Ἰ. Rv 3:12. But even in this case it lacks the art. when the modifier follows: Hb 12:22.—Names of rivers have the art. ὁ Ἰορδάνης, ὁ Εὐφράτης, ὁ Τίβερις Hv 1, 1, 2 (B-D-F §261, 8; Rob. 760; Mlt-Turner 172). Likew. names of seas ὁ Ἀδρίας Ac 27:27.
    δ. The art. comes before nouns that are accompanied by the gen. of a pronoun (μοῦ, σοῦ, ἡμῶν, ὑμῶν, αὐτοῦ, ἑαυτοῦ, αὐτῶν) Mt 1:21, 25; 5:45; 6:10–12; 12:49; Mk 9:17; Lk 6:27; 10:7; 16:6; Ro 4:19; 6:6 and very oft. (only rarely is it absent: Mt 19:28; Lk 1:72; 2:32; 2 Cor 8:23; Js 5:20 al.).
    ε. When accompanied by the possessive pronouns ἐμός, σός, ἡμέτερος, ὑμέτερος the noun always has the art., and the pron. stands mostly betw. art. and noun: Mt 18:20; Mk 8:38; Lk 9:26; Ac 26:5; Ro 3:7 and oft. But only rarely so in John: J 4:42; 5:47; 7:16. He prefers to repeat the article w. the possessive following the noun ἡ κρίσις ἡ ἐμή J 5:30; cp. 7:6; 17:17; 1J 1:3 al.
    ζ. Adjectives (or participles), when they modify nouns that have the art., also come either betw. the art. and noun: ἡ ἀγαθὴ μερίς Lk 10:42; τὸ ἅγιον πνεῦμα 12:10; Ac 1:8; ἡ δικαία κρίσις J 7:24 and oft., or after the noun w. the art. repeated τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον Mk 3:29; J 14:26; Ac 1:16; Hb 3:7; 9:8; 10:15. ἡ ζωὴ ἡ αἰώνιος 1J 1:2; 2:25. τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν Ac 12:10. Only rarely does an adj. without the art. stand before a noun that has an art. (s. B-D-F §270, 1; Rob. 777; Mlt-Turner 185f): ἀκατακαλύπτῳ τῇ κεφαλῇ 1 Cor 11:5. εἶπεν μεγάλῃ τῇ φωνῇ Ac 14:10 v.l.; cp. 26:24. κοιναῖς ταῖς χερσίν Mk 7:5 D.—Double modifier τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ Mt 25:41. τὸ θυσιαστήριον τὸ χρυσοῦν τὸ ἐνώπιον τοῦ θρόνου Rv 8:3; 9:13. ἡ πόρνη ἡ μεγάλη ἡ καθημένη 17:1.—Mk 5:36 τὸν λόγον λαλούμενον is prob. a wrong rdg. (B has τὸν λαλ., D τοῦτον τὸν λ. without λαλούμενον).—On the art. w. ὅλος, πᾶς, πολύς s. the words in question.
    η. As in the case of the poss. pron. (ε) and adj. (ζ), so it is w. other expressions that can modify a noun: ἡ κατʼ ἐκλογὴν πρόθεσις Ro 9:11. ἡ παρʼ ἐμοῦ διαθήκη 11:27. ὁ λόγος ὁ τοῦ σταυροῦ 1 Cor 1:18. ἡ ἐντολὴ ἡ εἰς ζωήν Ro 7:10. ἡ πίστις ὑμῶν ἡ πρὸς τὸν θεόν 1 Th 1:8. ἡ διακονία ἡ εἰς τοὺς ἁγίους 2 Cor 8:4.
    θ. The art. precedes the noun when a demonstrative pron. (ὅδε, οὗτος, ἐκεῖνος) belonging with it comes before or after; e.g.: οὗτος ὁ ἄνθρωπος Lk 14:30; J 9:24. οὗτος ὁ λαός Mk 7:6. οὗτος ὁ υἱός μου Lk 15:24. οὗτος ὁ τελώνης 18:11 and oft. ὁ ἄνθρωπος οὗτος Mk 14:71; Lk 2:25; 23:4, 14, 47. ὁ λαὸς οὗτος Mt 15:8. ὁ υἱός σου οὗτος Lk 15:30 and oft.—ἐκείνη ἡ ἡμέρα Mt 7:22; 22:46. ἐκ. ἡ ὥρα 10:19; 18:1; 26:55. ἐκ. ὁ καιρός 11:25; 12:1; 14:1. ἐκ. ὁ πλάνος 27:63 and oft. ἡ οἰκία ἐκείνη Mt 7:25, 27. ἡ ὥρα ἐκ. 8:13; 9:22; ἡ γῆ ἐκ. 9:26, 31; ἡ ἡμέρα ἐκ. 13:1. ὁ ἀγρὸς ἐκ. vs. 44 and oft.—ὁ αὐτός s. αὐτός 3b.
    ι. An art. before a nom. noun makes it a vocative (as early as Hom.; s. KBrugman4-AThumb, Griech. Gramm. 1913, 431; Schwyzer II 63f; B-D-F §147; Rob. 769. On the LXX Johannessohn, Kasus 14f.—ParJer 1:1 Ἰερεμία ὁ ἐκλεκτός μου; 7:2 χαῖρε Βαρούχι ὁ οἰκονόμος τῆς πίστεως) ναί, ὁ πατήρ Mt 11:26. τὸ κοράσιον, ἔγειρε Mk 5:41. Cp. Mt 7:23; 27:29 v.l.; Lk 8:54; 11:39; 18:11, 13 (Goodsp, Probs. 85–87); J 19:3 and oft.
    Adjectives become substantives by the addition of the art.
    α. ὁ πονηρός Eph 6:16. οἱ σοφοί 1 Cor 1:27. οἱ ἅγιοι, οἱ πλούσιοι, οἱ πολλοί al. Likew. the neut. τὸ κρυπτόν Mt 6:4. τὸ ἅγιον 7:6. τὸ μέσον Mk 3:3. τὸ θνητόν 2 Cor 5:4. τὰ ἀδύνατα Lk 18:27. τὸ ἔλαττον Hb 7:7. Also w. gen. foll. τὰ ἀγαθά σου Lk 16:25. τὸ μωρόν, τὸ ἀσθενὲς τοῦ θεοῦ 1 Cor 1:25; cp. vs. 27f. τὸ γνωστὸν τοῦ θεοῦ Ro 1:19. τὰ ἀόρατα τοῦ θεοῦ vs. 20. τὸ ἀδύνατον τοῦ νόμου 8:3. τὰ κρυπτὰ τῆς αἰσχύνης 2 Cor 4:2.
    β. Adj. attributes whose noun is customarily omitted come to have substantive force and therefore receive the art. (B-D-F §241; Rob. 652–54) ἡ περίχωρος Mt 3:5; ἡ ξηρά 23:15 (i.e. γῆ). ἡ ἀριστερά, ἡ δεξιά (sc. χείρ) 6:3. ἡ ἐπιοῦσα (sc. ἡμέρα) Ac 16:11. ἡ ἔρημος (sc. χώρα) Mt 11:7.
    γ. The neut. of the adj. w. the art. can take on the mng. of an abstract noun (Thu. 1, 36, 1 τὸ δεδιός=fear; Herodian 1, 6, 9; 1, 11, 5 τὸ σεμνὸν τῆς παρθένου; M. Ant. 1, 1; Just., D. 27, 2 διὰ τὸ σκληροκάρδιον ὑμῶν καὶ ἀχάριστον εἰς αὐτόν) τὸ χρηστὸν τοῦ θεοῦ God’s kindness Ro 2:4. τὸ δυνατόν power 9:22. τὸ σύμφορον benefit 1 Cor 7:35. τὸ γνήσιον genuineness 2 Cor 8:8. τὸ ἐπιεικές Phil 4:5 al.
    δ. The art. w. numerals indicates, as in Il. 5, 271f; X. et al. (HKallenberg, RhM 69, 1914, 662ff), that a part of a number already known is being mentioned (Diod S 18, 10, 2 τρεῖς μὲν φυλὰς … τὰς δὲ ἑπτά=‘but the seven others’; Plut., Cleom. 804 [8, 4] οἱ τέσσαρες=‘the other four’; Polyaenus 6, 5 οἱ τρεῖς=‘the remaining three’; Diog. L. 1, 82 Βίας προκεκριμένος τῶν ἑπτά=Bias was preferred before the others of the seven [wise men]. B-D-F §265): οἱ ἐννέα the other nine Lk 17:17. Cp. 15:4; Mt 18:12f. οἱ δέκα the other ten (disciples) 20:24; Mk 10:41; lepers Lk 17:17. οἱ πέντε … ὁ εἷς … ὁ ἄλλος five of them … one … the last one Rv 17:10.
    The ptc. w. the art. receives
    α. the mng. of a subst. ὁ πειράζων the tempter Mt 4:3; 1 Th 3:5. ὁ βαπτίζων Mk 6:14. ὁ σπείρων Mt 13:3; Lk 8:5. ὁ ὀλεθρεύων Hb 11:28. τὸ ὀφειλόμενον Mt 18:30, 34. τὸ αὐλούμενον 1 Cor 14:7. τὸ λαλούμενον vs. 9 (Just., D. 32, 3 τὸ ζητούμενον). τὰ γινόμενα Lk 9:7. τὰ ἐρχόμενα J 16:13. τὰ ἐξουθενημένα 1 Cor 1:28. τὰ ὑπάρχοντα (s. ὑπάρχω 1). In Engl. usage many of these neuters are transl. by a relative clause, as in β below. B-D-F §413; Rob. 1108f.
    β. the mng. of a relative clause (Ar. 4, 2 al. οἱ νομίζοντες) ὁ δεχόμενος ὑμᾶς whoever receives you Mt 10:40. τῷ τύπτοντί σε Lk 6:29. ὁ ἐμὲ μισῶν J 15:23. οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον τὸ δεδομένον (ὸ̔ δέδοται) Ac 4:12. τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς Gal 1:7. Cp. Lk 7:32; 18:9; J 12:12; Col 2:8; 1 Pt 1:7; 2J 7; Jd 4 al. So esp. after πᾶς: πᾶς ὁ ὀργιζόμενος everyone who becomes angry Mt 5:22. πᾶς ὁ κρίνων Ro 2:1 al. After μακάριος Mt 5:4, 6, 10. After οὐαὶ ὑμῖν Lk 6:25.
    The inf. w. neut. art. (B-D-F §398ff; Rob. 1062–68) is used in a number of ways.
    α. It stands for a noun (B-D-F §399; Rob. 1062–66) τὸ (ἀνίπτοις χερσὶν) φαγεῖν Mt 15:20. τὸ (ἐκ νεκρῶν) ἀναστῆναι Mk 9:10. τὸ ἀγαπᾶν 12:33; cp. Ro 13:8. τὸ ποιῆσαι, τὸ ἐπιτελέσαι 2 Cor 8:11. τὸ καθίσαι Mt 20:23. τὸ θέλειν Ro 7:18; 2 Cor 8:10.—Freq. used w. preps. ἀντὶ τοῦ, διὰ τό, διὰ τοῦ, ἐκ τοῦ, ἐν τῷ, ἕνεκεν τοῦ, ἕως τοῦ, μετὰ τό, πρὸ τοῦ, πρὸς τό etc.; s. the preps. in question (B-D-F §402–4; Rob. 1068–75).
    β. The gen. of the inf. w. the art., without a prep., is esp. frequent (B-D-F §400; Mlt. 216–18; Rob. 1066–68; DEvans, ClQ 15, 1921, 26ff). The use of this inf. is esp. common in Lk and Paul, less freq. in Mt and Mk, quite rare in other writers. The gen. stands
    א. dependent on words that govern the gen.: ἄξιον 1 Cor 16:4 (s. ἄξιος 1c). ἐξαπορηθῆναι τοῦ ζῆν 2 Cor 1:8. ἔλαχε τοῦ θυμιᾶσαι Lk 1:9 (cp. 1 Km 14:47 v.l. Σαοὺλ ἔλαχεν τοῦ βασιλεύειν).
    ב. dependent on a noun (B-D-F §400, 1; Rob. 1066f) ὁ χρόνος τοῦ τεκεῖν Lk 1:57. ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν 2:6. ἐξουσία τοῦ πατεῖν 10:19. εὐκαιρία τοῦ παραδοῦναι 22:6. ἐλπὶς τοῦ σῴζεσθαι Ac 27:20; τοῦ μετέχειν 1 Cor 9:10. ἐπιποθία τοῦ ἐλθεῖν Ro 15:23. χρείαν ἔχειν τοῦ διδάσκειν Hb 5:12. καιρὸς τοῦ ἄρξασθαι 1 Pt 4:17. τ. ἐνέργειαν τοῦ δύνασθαι the power that enables him Phil 3:21. ἡ προθυμία τοῦ θέλειν zeal in desiring 2 Cor 8:11.
    ג. Somet. the connection w. the noun is very loose, and the transition to the consecutive sense (=result) is unmistakable (B-D-F §400, 2; Rob. 1066f): ἐπλήσθησαν ἡμέραι ὀκτὼ τοῦ περιτεμεῖν αὐτόν Lk 2:21. ὀφειλέται … τοῦ κατὰ σάρκα ζῆν Ro 8:12. εἰς ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀτιμάζεσθαι 1:24. ὀφθαλμοὺς τοῦ μὴ βλέπειν 11:8. τὴν ἔκβασιν τοῦ δύνασθαι ὑπενεγκεῖν 1 Cor 10:13.
    ד. Verbs of hindering, ceasing take the inf. w. τοῦ μή (s. Schwyzer II 372 for earlier Gk; PGen 16, 23 [207 A.D.] κωλύοντες τοῦ μὴ σπείρειν; LXX; ParJer 2:5 φύλαξαι τοῦ μὴ σχίσαι τὰ ἱμάτιά σου): καταπαύειν Ac 14:18. κατέχειν Lk 4:42. κρατεῖσθαι 24:16. κωλύειν Ac 10:47. παύειν 1 Pt 3:10 (Ps 33:14). ὑποστέλλεσθαι Ac 20:20, 27. Without μή: ἐγκόπτεσθαι τοῦ ἐλθεῖν Ro 15:22.
    ה. The gen. of the inf. comes after verbs of deciding, exhorting, commanding, etc. (1 Ch 19:19; ParJer 7:37 διδάσκων αὐτοὺ τοῦ ἀπέχεσθαι) ἐγένετο γνώμης Ac 20:3. ἐντέλλεσθαι Lk 4:10 (Ps 90:11). ἐπιστέλλειν Ac 15:20. κατανεύειν Lk 5:7. κρίνειν Ac 27:1. παρακαλεῖν 21:12. προσεύχεσθαι Js 5:17. τὸ πρόσωπον στηρίζειν Lk 9:51. συντίθεσθαι Ac 23:20.
    ו. The inf. w. τοῦ and τοῦ μή plainly has final (=purpose) sense (ParJer 5:2 ἐκάθισεν … τοῦ ἀναπαῆναι ὀλίγον; Soph., Lex. I 45f; B-D-F §400, 5 w. exx. fr. non-bibl. lit. and pap; Rob. 1067): ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπείρειν a sower went out to sow Mt 13:3. ζητεῖν τοῦ ἀπολέσαι = ἵνα ἀπολέσῃ 2:13. τοῦ δοῦναι γνῶσιν Lk 1:77. τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας vs. 79. τοῦ σινιάσαι 22:31. τοῦ μηκέτι δουλεύειν Ro 6:6. τοῦ ποιῆσαι αὐτά Gal 3:10. τοῦ γνῶναι αὐτόν Phil 3:10. Cp. Mt 3:13; 11:1; 24:45; Lk 2:24, 27; 8:5; 24:29; Ac 3:2; 20:30; 26:18; Hb 10:7 (Ps 39:9); 11:5; GJs 2:3f; 24:1.—The apparently solecistic τοῦ πολεμῆσαι Ro 12:7 bears a Semitic tinge, cp. Hos 9:13 et al. (Mussies 96).—The combination can also express
    ז. consecutive mng. (result): οὐδὲ μετεμελήθητε τοῦ πιστεῦσαι αὐτῷ you did not change your minds and believe him Mt 21:32. τοῦ μὴ εἶναι αὐτὴν μοιχαλίδα Ro 7:3. τοῦ ποιεῖν τὰ βρέφη ἔκθετα Ac 7:19. Cp. 3:12; 10:25.
    The art. is used w. prepositional expressions (Artem. 4, 33 p. 224, 7 ὁ ἐν Περγάμῳ; 4, 36 ὁ ἐν Μαγνησίᾳ; 4 [6] Esdr [POxy 1010 recto, 8–12] οἱ ἐν τοῖς πεδίοις … οἱ ἐν τοῖς ὄρεσι καὶ μετεώροις; Tat. 31, 2 οἱ μὲν περὶ Κράτητα … οἱ δὲ περὶ Ἐρατοσθένη) τῆς ἐκκλησίας τῆς ἐν Κεγχρεαῖς Ro 16:1. ταῖς ἐκκλησίαις ταῖς ἐν τῇ Ἀσίᾳ Rv 1:4. τῷ ἀγγέλῳ τῆς ἐν (w. place name) ἐκκλησίας 2:1, 8, 12, 18; 3:1, 7, 14 (on these pass. RBorger, TRu 52, ’87, 42–45). τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ to those in the house Mt 5:15. πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τ. οὐρανοῖς 6:9. οἱ ἀπὸ τῆς Ἰταλίας Hb 13:24. οἱ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ Ro 8:1. οἱ ἐξ ἐριθείας 2:8. οἱ ἐκ νόμου 4:14; cp. vs. 16. οἱ ἐκ τῆς Καίσαρος οἰκίας Phil 4:22. οἱ ἐξ εὐωνύμων Mt 25:41. τὸ θυσιαστήριον … τὸ ἐνώπιον τοῦ θρόνου Rv 8:3; cp. 9:13. On 1:4 s. ref in B-D-F §136, 1 to restoration by Nestle. οἱ παρʼ αὐτοῦ Mk 3:21. οἱ μετʼ αὐτοῦ Mt 12:3. οἱ περὶ αὐτόν Mk 4:10; Lk 22:49 al.—Neut. τὰ ἀπὸ τοῦ πλοίου pieces of wreckage fr. the ship Ac 27:44 (difft. FZorell, BZ 9, 1911, 159f). τὰ περί τινος Lk 24:19, 27; Ac 24:10; Phil 1:27 (Tat. 32, 2 τὰ περὶ θεοῦ). τὰ περί τινα 2:23. τὰ κατʼ ἐμέ my circumstances Eph 6:21; Phil 1:12; Col 4:7. τὰ κατὰ τὸν νόμον what (was to be done) according to the law Lk 2:39. τὸ ἐξ ὑμῶν Ro 12:18. τὰ πρὸς τὸν θεόν 15:17; Hb 2:17; 5:1 (X., Resp. Lac. 13, 11 ἱερεῖ τὰ πρὸς τοὺς θεούς, στρατηγῷ δὲ τὰ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους). τὰ παρʼ αὐτῶν Lk 10:7. τὸ ἐν ἐμοί the (child) in me GJs 12:2 al.
    w. an adv. or adverbial expr. (1 Macc 8:3) τὸ ἔμπροσθεν Lk 19:4. τὸ ἔξωθεν Mt 23:25. τὸ πέραν Mt 8:18, 28. τὰ ἄνω J 8:23; Col 3:1f. τὰ κάτω J 8:23. τὰ ὀπίσω Mk 13:16. τὰ ὧδε matters here Col 4:9. ὁ πλησίον the neighbor Mt 5:43. οἱ καθεξῆς Ac 3:24. τὸ κατὰ σάρκα Ro 9:5. τὸ ἐκ μέρους 1 Cor 13:10.—Esp. w. indications of time τό, τὰ νῦν s. νῦν 2b. τὸ πάλιν 2 Cor 13:2. τὸ λοιπόν 1 Cor 7:29; Phil 3:1. τὸ πρῶτον J 10:40; 12:16; 19:39. τὸ πρότερον 6:62; Gal 4:13. τὸ καθʼ ἡμέραν daily Lk 11:3.—τὸ πλεῖστον at the most 1 Cor 14:27.
    The art. w. the gen. foll. denotes a relation of kinship, ownership, or dependence: Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου Mt 10:2 (Thu. 4, 104 Θουκυδίδης ὁ Ὀλόρου [sc. υἱός]; Plut., Timol. 3, 2; Appian, Syr. 26 §123 Σέλευκος ὁ Ἀντιόχου; Jos., Bell. 5, 5; 11). Μαρία ἡ Ἰακώβου Lk 24:10. ἡ τοῦ Οὐρίου the wife of Uriah Mt 1:6. οἱ Χλόης Chloë’s people 1 Cor 1:11. οἱ Ἀριστοβούλου, οἱ Ναρκίσσου Ro 16:10f. οἱ αὐτοῦ Ac 16:33. οἱ τοῦ Χριστοῦ 1 Cor 15:23; Gal 5:24. Καισάρεια ἡ Φιλίππου Caesarea Philippi i.e. the city of Philip Mk 8:27.—τό, τά τινος someone’s things, affairs, circumstances (Thu. 4, 83 τὰ τοῦ Ἀρριβαίου; Parthenius 1, 6; Appian, Syr. 16 §67 τὰ Ῥωμαίων) τὰ τοῦ θεοῦ, τῶν ἀνθρώπων Mt 16:23; 22:21; Mk 8:33; cp. 1 Cor 2:11. τὰ τῆς σαρκός, τοῦ πνεύματος Ro 8:5; cp. 14:19; 1 Cor 7:33f; 13:11. τὰ ὑμῶν 2 Cor 12:14. τὰ τῆς ἀσθενείας μου 11:30. τὰ τοῦ νόμου what the law requires Ro 2:14. τὸ τῆς συκῆς what has been done to the fig tree Mt 21:21; cp. 8:33. τὰ ἑαυτῆς its own advantage 1 Cor 13:5; cp. Phil 2:4, 21. τὸ τῆς παροιμίας what the proverb says 2 Pt 2:22 (Pla., Theaet. 183e τὸ τοῦ Ὁμήρου; Menand., Dyscolus 633 τὸ τοῦ λόγου). ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου in my Father’s house (so Field, Notes 50–56; Goodsp. Probs. 81–83; difft., ‘interests’, PTemple, CBQ 1, ’39, 342–52.—In contrast to the other synoptists, Luke does not elsewhere show Jesus ‘at home’.) Lk 2:49 (Lysias 12, 12 εἰς τὰ τοῦ ἀδελφοῦ; Theocr. 2, 76 τὰ Λύκωνος; pap in Mayser II [1926] p. 8; POxy 523, 3 [II A.D.] an invitation to a dinner ἐν τοῖς Κλαυδίου Σαραπίωνος; PTebt 316 II, 23 [99 A.D.] ἐν τοῖς Ποτάμωνος; Esth 7:9; Job 18:19; Jos., Ant. 16, 302. Of the temple of a god Jos., C. Ap. 1, 118 ἐν τοῖς τοῦ Διός). Mt 20:15 is classified here by WHatch, ATR 26, ’44, 250–53; s. also ἐμός b.
    The neut. of the art. stands
    α. before whole sentences or clauses (Epict. 4, 1, 45 τὸ Καίσαρος μὴ εἶναι φίλον; Prov. Aesopi 100 P. τὸ Οὐκ οἶδα; Jos., Ant. 10, 205; Just., D. 33, 2 τὸ γὰρ … [Ps 109:4]) τὸ Οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις κτλ. (quot. fr. the Decalogue) Mt 19:18; Ro 13:9. τὸ Καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη (quot. fr. Is 53:12) Lk 22:37. Cp. Gal 5:14. τὸ Εἰ δύνῃ as far as your words ‘If you can’ are concerned Mk 9:23. Likew. before indirect questions (Vett. Val. 291, 14 τὸ πῶς τέτακται; Ael. Aristid. 45, 15 K. τὸ ὅστις ἐστίν; ParJer 6:15 τὸ πῶς ἀποστείλης; GrBar 8:6 τὸ πῶς ἐταπεινώθη; Jos., Ant. 20, 28 ἐπὶ πείρᾳ τοῦ τί φρονοῖεν; Pel.-Leg. p. 20, 32 τὸ τί γένηται; Mel., Fgm. 8, 2 [Goodsp. p. 311] τὸ δὲ πῶς λούονται) τὸ τί ἂν θέλοι καλεῖσθαι αὐτό Lk 1:62. τὸ τίς ἂν εἴη μείζων αὐτῶν 9:46. τὸ πῶς δεῖ ὑμᾶς περιπατεῖν 1 Th 4:1. Cp. Lk 19:48; 22:2, 4, 23f; Ac 4:21; 22:30; Ro 8:26; Hs 8, 1, 4.
    β. before single words which are taken fr. what precedes and hence are quoted, as it were (Epict. 1, 29, 16 τὸ Σωκράτης; 3, 23, 24; Hierocles 13 p. 448 ἐν τῷ μηδείς) τὸ ‘ἀνέβη’ Eph 4:9. τὸ ‘ἔτι ἅπαξ’ Hb 12:27. τὸ ‘Ἁγάρ’ Gal 4:25.
    Other notable uses of the art. are
    α. the elliptic use, which leaves a part of a sentence accompanied by the art. to be completed fr. the context: ὁ τὰ δύο the man with the two (talents), i.e. ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβών Mt 25:17; cp. vs. 22. τῷ τὸν φόρον Ro 13:7. ὁ τὸ πολύ, ὀλίγον the man who had much, little 2 Cor 8:15 after Ex 16:18 (cp. Lucian, Bis Accus. 9 ὁ τὴν σύριγγα [sc. ἔχων]; Arrian, Anab. 7, 8, 3 τὴν ἐπὶ θανάτῳ [sc. ὁδόν]).
    β. Σαῦλος, ὁ καὶ Παῦλος Ac 13:9; s. καί 2h.
    γ. the fem. art. is found in a quite singular usage ἡ οὐαί (ἡ θλῖψις or ἡ πληγή) Rv 9:12; 11:14. Sim. ὁ Ἀμήν 3:14 (here the masc. art. is evidently chosen because of the alternate name for Jesus).
    One art. can refer to several nouns connected by καί
    α. when various words, sing. or pl., are brought close together by a common art.: τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς Mt 2:4; cp. 16:21; Mk 15:1. ἐν τοῖς προφήταις κ. ψαλμοῖς Lk 24:44. τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ Ac 1:8; cp. 8:1; Lk 5:17 al.—Even nouns of different gender can be united in this way (Aristoph., Eccl. 750; Ps.-Pla., Axioch. 12 p. 37a οἱ δύο θεοί, of Apollo and Artemis; Ps.-Demetr., Eloc. c. 292; PTebt 14, 10 [114 B.C.]; En 18:14; EpArist 109) κατὰ τὰ ἐντάλματα καὶ διδασκαλίας Col 2:22. Cp. Lk 1:6. εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμούς 14:23.
    β. when one and the same person has more than one attribute applied to him: πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν J 20:17. ὁ θεὸς καὶ πατὴρ τοῦ κυρίου Ἰ. Ro 15:6; 2 Cor 1:3; 11:31; Eph 1:3; 1 Pt 1:3. ὁ θεὸς καὶ πατὴρ (ἡμῶν) Eph 5:20; Phil 4:20; 1 Th 1:3; 3:11, 13. Of Christ: τοῦ κυρίου ἡμῶν καὶ σωτῆρος 2 Pt 1:11; cp. 2:20; 3:18. τοῦ μεγάλου θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Tit 2:13 (PGrenf II, 15 I, 6 [139 B.C.] of the deified King Ptolemy τοῦ μεγάλου θεοῦ εὐεργέτου καὶ σωτῆρος [ἐπιφανοῦς] εὐχαρίστου).
    γ. On the other hand, the art. is repeated when two different persons are named: ὁ φυτεύων καὶ ὁ ποτίζων 1 Cor 3:8. ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ ἡγεμών Ac 26:30.
    In a fixed expression, when a noun in the gen. is dependent on another noun, the art. customarily appears twice or not at all: τὸ πνεῦμα τοῦ θεοῦ 1 Cor 3:16; πνεῦμα θεοῦ Ro 8:9. ὁ λόγος τοῦ θεοῦ 2 Cor 2:17; λόγος θεοῦ 1 Th 2:13. ἡ ἡμέρα τοῦ κυρίου 2 Th 2:2; ἡμ. κ. 1 Th 5:2. ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου Mt 8:20; υἱ. ἀ. Hb 2:6. ἡ ἀνάστασις τῶν νεκρῶν Mt 22:31; ἀ. ν. Ac 23:6. ἡ κοιλία τῆς μητρός J 3:4; κ. μ. Mt 19:12.—APerry, JBL 68, ’49, 329–34; MBlack, An Aramaic Approach3, ’67, 93–95.—DELG. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία >

  • 20

    ὁ, ὅ, ὅς, The uses are relative, demonstrative, articular: where is not followed by a particle, it is often impossible to decide whether the u<*>e is relative or demonstrative, cf. Des Places 35ff. A relative, cf. ὅς τε. (ὅ, ὅς, τοῦ, οὗ, τῷ, ᾧ, τόν, ὅν, τοί, οἵ, τῶν, ὧν, τοῖςι), οἷς, οἶσιν), τούς; ἅ, ἇς, τᾶς, ᾆ, τᾷ, ἅν, τάν, αἵ, ταί, τᾶν, αἷςι), ταῖσι; τοῦ, οὕνεκεν, ᾧ, τῷ, τό, τά, τῶν, ὧν, οἷσιν, τά.)
    1 c. ind.
    a preceded by an antecedent.

    Ἱέρωνος θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον O. 1.12

    Πέλοπος τοῦ μεγασθενὴς ἐράσσατο Γαιάοχος O. 1.25

    ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον, τὸν αἰεὶ μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν εὐφροσύνας ἀλᾶται (Fennel: τάν οἱ codd.: ἅν οἱ Hermann, v. d. Mühll) O. 1.57—8. νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν, οἷσιν ἄφθιτον θέν νιν ( οἷς νιν coni. Bergk) O. 1.63 [ ἃ τέκε (codd.: ἔτεκε Boehmer: τέκε τε byz.) O. 1.89]

    πατέρων · καμόντες οἳ πολλὰ θυμῷ ἱερὸν ἔσχον οἴκημα O. 2.8

    κούραις, ἔπαθον αἳ μεγάλα O. 2.23

    ὕδωρ δ' ἄλλα (sc. ἄνθεμα)

    φέρβει, ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι O. 2.74

    Ῥαδαμάνθυος ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76

    Ἀχιλλέα ὃς Ἕκτορα σφᾶλε O. 2.81

    κόσμον ἐλαίας, τάν ποτε Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν ἔνεικεν O. 3.13

    Πίσα τᾶς ἄπο θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.9

    ἔλαφον ἅν ποτε Ταυγέτα ἀντιθεῖσ' Ὀρθωσίας ἔγραψεν ἱεράν O. 3.29

    δένδρεα · τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33

    ἀλλὰ Κρόνου παῖ, ὃς Αἴτναν ἔχεις O. 4.6

    Ψαύμιος ὃς ἐλαίᾳ στεφανωθεὶς Πισάτιδι κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ O. 4.11

    Ψαύμιος · ὃς τὰν σὰν πόλιν αὔξων ἐγέραρεν O. 5.4

    ὀχετούς, Ἵππαρις οἷσιν ἄρδει στρατὸν O. 5.12

    αἶνος ὃν ἐν δίκᾳ φθέγξατ O. 6.12

    Πιτάναν ἅ τοι Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται O. 6.29

    ἥρωι ὃς ἀνδρῶν Ἀρκάδων ἄνασσε O. 6.34

    Ἑρμᾶν ὃς ἀγῶνας ἔχει O. 6.79

    ἀκόνας, ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει (but more prob. articular: cf. C. 2. d infra) O. 6.83 Μετώπα, πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτικτεν, τᾶς ἐρατεινὸν ὕδωρ πίομαι (bis) O. 6.85

    Ὀρτυγίας, τὰν Ἱέρων καθαρῷ σκάπτῳ διέπων ἀμφέπει Δάματρα O. 6.93

    [ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχοντ ἀγαθαί (v. l. κατέχωντ) O. 7.10]

    παῖδας, ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν O. 7.73

    Ζηνὶ ὃς σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον θῆκεν O. 8.16

    Αἰακοῦ· τὸν καλέσαντο σύνεργον O. 8.31

    Ἀλκιμέδων ὃς ἐν τέτρασιν παίδων ἀπεθήκατο γυίοις νόστον O. 8.67

    Βλεψιάδαις ἕκτος οἷς ἤδη στέφανος περίκειται O. 8.76

    κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν σφι Ζεὺς γένει ὤπασεν O. 8.83

    ἀκρωτήριον Ἄλιδος τὸ δή ποτε Λυδὸς ἥρως Πέλοψ ἐξάρατο O. 9.10

    υἱόν, ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν O. 9.15

    ῥάβδον, βρότεα σώμαθ' ᾇ κατάγει O. 9.34

    Μενοίτιον· τοῦ παῖς ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ O. 9.70

    ἀγῶνα ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος ἐκτίσσατο O. 10.24

    μελέων, τὰ παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ χρόνῳ μὲν φάνεν O. 10.85

    Ἀρχεστράτου τὸν εἶδον κρατέοντα O. 10.100

    ὥρᾳ τε κεκραμένον, ἅ ποτε ἀναιδέα Γανυμήδει θάνατον ἆλκε σὺν Κυπρογένει O. 10.104

    ἐγκώμιον τεθμόν, τὸν ἄγει πεδίων ἐκ Πίσας O. 13.29

    πατρὸς ὃς ἔπαθεν O. 13.63

    φόρμιγξ τᾶς ἀκούει μὲν βάσις P. 1.2

    Τυφὼς · τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον P. 1.16

    Αἴτνα · τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί P. 1.21

    Ζεῦ, ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος, γαίας μέτωπον, τοῦ μὲν ἐπωνυμίαν κλεινὸς οἰκιστὴρ ἐκύδανεν πόλιν (bis) P. 1.30

    Ποίαντος υἱὸν ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν P. 1.54

    Αἴτνας βασιλεῖ·· τῷ πόλιν Ἱέρων ἔκτισσε P. 1.61

    Τυνδαριδᾶν βαθύδοξοι γείτονες, ὧν κλέος ἄνθησεν αἰχμᾶς P. 1.66

    Συρακοσίων ἀρχῷ ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74

    μαχᾶν, ταῖσι Μήδειοι κάμον P. 1.78

    τετραορίας εὐάρματος Ἱέρων ἐν ᾇ

    κρατέων ἀνέδησεν Ὀρτυγίαν P. 2.5

    ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80

    Ἀρτέμιδος, ἇς οὐκ ἄτερ ἐδάμασσε πώλους (Hermann: τᾶς codd.) P. 2.7

    Κινύραν τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων P. 2.16

    Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον πολυγαθέες P. 2.27

    γόνον τὸν ὀνύμαζε τράφοισα Κένταυρον, ὃς ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν ἐμείγνυτ (bis) P. 2.44

    θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50

    θεός, ὃς ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων P. 2.89

    ξένον, ὃς Συρακόσσαισι νέμει βασιλεύς P. 3.70

    στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ P. 3.74

    Ματρί, τᾶν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται P. 3.78

    ( Πηλεύς τε καὶ Κάδμος)

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    [ὅς (codd. contra metr.: σάος Schr.) P. 3.106]

    τὸ Μηδείας ἔπος Αἰήτα τό ποτε ζαμενὴς παῖς ἀπέπνευσ P. 4.10

    κεῖνος ὄρνις τόν ποτε δέξατP. 4.20Εὔφαμος, τόν ποτ' Εὐρώπα τίκτεP. 4.46

    μελίσσας Δελφίδος ἅ σε χαίρειν ἐστρὶς αὐδάσαισα ἄμφανεν P. 4.61

    τοκέων, τοί μ' κρύβδα πέμπονP. 4.111 ἀγρούς τοὺς ἀπούρας ἁμετέρων τοκέων νέμεαιP. 4.149θρόνος, ᾧ ποτε Κρηθείδας ἐγκαθίζων εὔθυνεP. 4.152 δέρμα τε κριοῦ τῷ ποτ' ἐκ πόντου σαώθηP. 4.161

    βόας, οἳ φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον P. 4.225

    δράκοντος ὃς πάχει μάκει τε πεντηκόντερον ναῦν κράτει, τέλεσεν ἃν πλαγαὶ σιδάρου (bis) P. 4.245

    Κάστορος· εὐδίαν ὃς μετὰ χειμέριον ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν P. 5.10

    Κάρρωτον ὃς Βαττιδᾶν ἀφίκετο δόμους P. 5.27

    ἀνδριάντι Κρῆτες ὃν τοξοφόροι τέγει Παρνασσίῳ καθέσσαντο P. 5.41

    Ἀπόλλων ὃ καὶ βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ' νέμει P. 5.63

    μυχόν τ' ἀμφέπει μαντήιον. τῷ Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ ἔνασσεν ἀλκάεντας Ἡρακλέος ἐκγόνους (ᾧ, τῷ χρησμῷ Σ.) P. 5.69

    πόλιν. ἔχοντι τὰν χαλκοχάρμαι ξένοι Τρῶες P. 5.82

    ἄνδρες τοὺς

    Ἀριστοτέλης ἄγαγε P. 5.87

    Ἀρκεσίλᾳ· τὸν ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.103

    ὕμνων θησαυρὸς. τὸν οὔτε χειμέριος ὄμβρος οὔτ' ἄνεμος ἐς μυχοὺς ἁλὸς ἄξοισι P. 6.10

    Ἀντίλοχος ὃς ὑπερέφθιτο πατρός P. 6.30

    Ἐλέλιχθον, ἄρχεις ὃς ἱππιᾶν ἐσόδων P. 6.50

    ἀστῶν οἳ τεὸν δόμον Πυθῶνι δίᾳ θαητὸν ἔτευξαν P. 7.10

    τὺ (= Ἡσυχία) —

    τὰν οὐδὲ Πορφυρίων μάθεν παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.12

    Ἀπόλλωνος· ὃς εὐμενεῖ νόῳ λτ;γτ;ενάρκειον ἔδεκτο υἱὸν P. 8.18

    σωμάτεσσι τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη P. 8.83

    Κυράνας, τὰν Λατοίδας ἅρπασ P. 9.5

    Ὑψέος ὃς Λαπιθᾶν ὑπερόπλων τουτάκις ἦν βασιλεύς P. 9.14

    ὅν ποτε Κρέοισ' ἔτικτεν P. 9.15

    σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν P. 9.42

    ὦ ἄνα, κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθαP. 9.44 παῖδα ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς οἴσειP. 9.59

    Κυράναν, ἅ νιν εὔφρων δέξεται P. 9.73

    Ἰόλαον. τόν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν P. 9.80

    κῶφος ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμναται, τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα, τοῖσι τέλειον ἐπ' εὐχᾷ κωμάσομαί τι παθὼν ἐσλόν (ter) P. 9.87—9.

    κούραν, τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον P. 9.107

    Ὑπερβορέων. παρ' οἶς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31

    ὧν θαλίαις ἔμπεδον εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει P. 10.34

    θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας P. 11.5

    ἀγῶνι ἐν τῷ Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν P. 11.13

    Ὀρέστα· τὸν δὴ ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος P. 11.17

    Πυθονίκῳ ἢ Θρασυδᾴῳ, τῶν εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45

    τέχνᾳ, τάν ποτε Παλλὰς ἐφεῦρε P. 12.6

    θρῆνον. τὸν ἄιε λειβόμενον P. 12.9

    υἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.17

    δονάκων, τοὶ παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων P. 12.26

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὖτος, ὃ καὶ τὸ μὲν δώσει P. 12.31

    νάσω, τὰν Ζεὺς ἔδωκεν

    Φερσεφόνᾳ N. 1.13

    ἀοιδὰν. τᾶς ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς ἄπο N. 3.9

    Μυρμιδόνες ὧν παλαίφατον ἀγορὰν οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίανε N. 3.14

    κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς N. 3.22

    Πηλεὺς ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἶλε N. 3.34

    Ἀσκλαπιόν, τὸν φαρμάκων δίδαξε μαλακόχειρα νόμον N. 3.55

    σέο δ' ἀγών, τὸν ὕμνος ἔβαλεν ὄπι νέων ἐπιχώριον χάρμα κελαδέων N. 3.65

    Ἀριστοκλείδᾳ ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ N. 3.68

    αἰετὸς ὃς ἔλαβεν αἶψα N. 3.81

    Ἡρακλέος. σὺν ᾧ ποτε Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε N. 4.25

    ἕδραν, τὰν οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ' ἐφεζόμενοι δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν (Herwerden: τᾶς codd.) N. 4.67 ( κεῖνος) τὸν Εὐφάνης ἐθέλων γεραιὸς προπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε, παῖ (Σ assume Kallikles to be antecedent, others refer to ἀγῶνι or Ὀρσοτριαίνα, cf. N. 2.24) N. 4.89

    ἄρουραν· τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο N. 5.9

    Ποσειδάωνα ὃς Αἰγᾶθεν ποτὶ κλειτὰν θαμὰ νίσεται Ἰσθμὸν Δωρίαν N. 5.37

    μείς τ' ἐπιχώριος, ὃν φίλησ Ἀπόλλων N. 5.44

    παῖς ἐναγώνιος, ὃς ταύταν μεθέπων Διόθεν αἶσαν νῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος N. 6.13

    Σαοκλείδἀ, ὃς ὑπέρτατος Ἁγησιμάχοἰ ὑέων γένετο N. 3.21

    ἀγώνων ἄπο, τοὺς ἐνέποισιν ἱερούς N. 6.59

    Αἴας, ὃν πόρευσαν N. 7.27

    [ βοαθοῶν τοι. v.

    τοι N. 7.33

    ]

    πόλιν. τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν N. 7.35

    γλῶσσαν, ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον N. 7.72

    τίν Γίγαντας ὃς ἐδάμασας N. 7.90

    [ γέρας τό περ νῦν. v. , C. N. 7.101]

    ἡρώων ἄωτοι οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.11

    πάρφασις ἃ τὸ μὲν λαμπρὸν βιᾶται, τῶν δ' ἀφάντων κῦδος ἀντείνει σαθρόν N. 8.34

    ῥεέθροις, ὧν ἐγὼ μνασθεὶς ἐπασκήσω κλυταῖς ἥρωα τιμαῖς· ὅς τότε ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.9

    —11.

    αἰδὼς ἃ φέρει δόξαν N. 9.34

    φιάλαι-

    σι ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52

    Ἡρακλέος οὗ κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα ἔστι N. 10.17

    ἑταίρους οἵ σε γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον N. 11.5

    Δᾶλος, ἐν ᾇ κέχυμαι I. 1.4

    πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα, θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρίξαν κύνες (bis) I. 1.12—3.

    ἄρουραν, ἅ νιν ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ I. 1.36

    φῶτες, οἳ χρυσαμπύκων ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαινον ( οἳ Σ: ὅσοι codd.) I. 2.1 τὠργείου χρήματα χρήματ' ἀνήρ ὃς φᾶ (others view ὅς as dem.) I. 2.11

    νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν I. 2.14

    χεῖρα τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν νεῖμ I. 2.22

    γαῖαν τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος I. 2.27

    ἀρετὰς. αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ διέρχονται I. 4.4

    Ἄἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν μομφὰν ἔχει I. 4.35

    Ὅμηρος ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37

    υἱὸς Ἀλκμήνας· ὃς Οὔλυμπόνδ' ἔβα I. 4.55

    θανόντων· τοὺς Μεγάρα τέκε οἱ Κρεοντὶς υἱούς· τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ παννυχίζει I. 4.64

    —5.

    Αἰακοῦ παίδων τε. τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων ἔπραθον I. 5.35

    πατρός. τὸν χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον ἆγε I. 6.27

    θηρός, ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ' ἐν ΝεμέᾳI. 6.48ἔσσεταί τοι παῖς, ὃν αἰτεῖςI. 6.52

    ὕδωρ, τὸ ἀνέτειλαν I. 6.74

    θάλος, χάλος, χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν I. 7.25

    Ζηνί ὃ τὰν μὲν ᾤκισσεν ἁγεμόνα I. 8.19

    Αἰακὸν. ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.23

    Ἀχιλέος. ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε I. 8.49

    θεόν, ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερί I. 8.34

    ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥύοντό ποτε I. 8.52

    ἀριστέας οἶς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς πρόφαινεν I. 8.55

    μιν ὃς ἔλαχεν σελίνων I. 8.63

    ( Ζεύς), ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34. Εὐξαντίου [Κρητ]ῶν μαιομένων

    ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν Pae. 4.36

    Διὸς Ἐννοσίδαν τε. χθόνα τοί ποτε καὶ στρατὸν ἀθρόον πέμψαν κεραυνῷ τριόδοντί τε ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.42

    ]ὃν ἔμβα[λ Pae. 6.78

    Νεοπτόλεμον. ὃς διέπερσεν Ἰλίου πόλιν Pae. 6.104

    χρηστήριον[ ]ἐν ᾧ Τήνερον ἔτεκ[εν Pae. 9.41

    τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; (cod. unus Stobaei in marg., cett.: om. Clem. Alex.: ᾆ τ Boeckh) fr. 61. 1. θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν, τὸν Βρόμιον τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν ( ὃν ὃν v. l.: τε om. codd. nonnulli: docti unum vel alterum τὸν del.) fr. 75. 10. Ἀλαλά, ᾆ θύεται ἄνδρες fr. 78. 2. ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικός, ὧν θάλεσσιν ἔγκειμαι Παρθ. 2. 3. νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς, ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. θυγάτηρ, Ἀνδαισιστρότᾰ ἃν ἐπάσκησε Παρθ. 2.. Ὑμέναιον, ὃν λάβεν (ὃν supp. Hermann: om. cod.) Θρ. 3.. ψυχὰς ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ αὔξοντ fr. 133. 3. ἑορτὰ ἐν ᾇ πρῶτον εὐνάσθην fr. 193. Ἐλπίς, ἃ μάλιστα κυβερνᾷ fr. 214. 3.
    b where the antecedent follows the rel. cl. [ ταί τε ναίετε (Bergk: αἵ τε codd.) O. 14.2]

    ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται, θεῶν πολέμιος, Τυφώς P. 1.15

    ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ N. 3.41

    οἶσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται, ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 1. ὁ χοροιτύπος, ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156.
    c with interior antecedent. “ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς ἐμοῦτάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶ τιμάν ( ἀρχὰν ἀγκομίζων Chaeris) P. 4.107

    μακάριος, ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φέρτατων μναμήἰ P. 5.46

    d
    I ἐξ οὗ, from then on

    ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ' Ἕλλανας γένος Ἰαμιδᾶν O. 6.71

    ἐξ οὗ Θέτιος γόνος οὐλίῳ μιν ἐν Ἄρει παραγορεῖτο μή ποτε σφετέρας ἄτερθε ταξιοῦσθαι αἰχμᾶς O. 9.76

    I being demonstrative in same case as rel. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον ( τοιούτων ὧν) O. 13.31 ὧν ἔραται, καιρὸν διδούς ( τούτων ὧν) P. 1.57 τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός ( τούτων ὧν) P. 10.61 πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος, βουλαῖσι δὲ φρήν, ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται ( τούτοις οἷς) N. 1.28 σύνες ὅ τοι λέγω ( τοῦτο ὅ) fr. 105. 1. ἀλᾶται στρατῶν, ὃς ἀμαξοφόρητον οἶκον οὐ πέπαται ( ἐκεῖνος ὅστις) fr. 105b. 2. τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 4. ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε fr. 124. 8.
    II being assimilated to the case of the rel. τιμὰ δὲ γίνεται, ὧν θεὸς ἁβρὸν αὔξει λόγον τεθνακότων (τούτοις, ὧν) N. 7.32 Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα ( ταῦτα ὧν) N. 10.29 ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει ( ἐκείνῳ ὃν) I. 1.48
    f where antecedent does not correspond to rel. in gender or number. ὀρθὰν ἄγεις ἐφημοσύναν, τά ποτ' ἐν οὔρεσι φαντὶ μεγαλοσθενεῖ Φιλύρας υἱὸν ὀρφανιζομένῳ Πηλείδᾳ παραινεῖν (Er. Schmid: τὰν codd.) P. 6.21
    2 c. subj.
    a preceded by definite antecedent.
    I μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς ποτε πρώτοις αἰδοία ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν (v. l. ποτιστάξει, -άζει) O. 6.75 ὁ δ' ὄλβιος ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί ( κατέχοντ v. l.) O. 7.10

    ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44

    II add. κε/

    ἄν. ἀμφοτέροισι δ' ἀνήρ, ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100

    γένος, οἵ κεν τάνδε νᾶσον ἐλθόντες τέκωνται φῶταP. 4.51

    ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς ἂν τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23

    , cf. P. 5.65 infra.
    I being demonstrative in same case as rel.

    δίδωσί τε Μοῖσαν οἷς ἂν ἐθέλῃ P. 5.65

    ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἄρηται κῦδος ἁβρόν, εὐαγορηθείς κέρδος ὕψιστον δέκεται I. 1.50

    II where the rel. is assimilated to the case of the antecedent. ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται ( τούτων ἅ) N. 3.71 τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι ( ταῦτα ὧν: ἄν τις τύχῃ codd., corr. Mingarelli) N. 4.91
    c where the antecedent does not correspond with the rel. in gender or number, v. P. 4.51 supra
    a
    II
    3 c. opt.
    a with definite antecedent. ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα, τὸν Εὐάδνα τέκοι (v. Goodwin, M & T, § 700) O. 6.49
    b add. κε/ἄν, v. P. 9.119 infra c.
    c antecedent omitted, being demonstrative assimilated to the case of the rel. θανεῖν δ' οἷσιν ἀνάγκα, τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; (byz.: οἷς codd.) O. 1.82 εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις (The oratio recta would be ὃς ἂν ψαύσῃ,” Gildersleeve) P. 9.119
    4 f. s. dat. pro adv., =

    ὡς. ζεῦξον ἤδη μοι σθένος ἡμιόνων ᾇ τάχος O. 6.23

    ἐνυπνίῳ δ' ᾇ τάχιστα πιθέσθαι κελήσατο μιν (Kayser: δ' ἇ, δαί, δέ codd.) O. 13.79
    5 exx. where rel. conj. is postponed within rel cl. as second word, O. 1.12, O. 1.82, O. 2.8, O. 2.23, O. 2.74, O. 6.85, O. 8.76, P. 4.10, P. 4.246, P. 5.10, P. 5.41, P. 5.82, P. 6.50, P. 9.44, I. 1.13, I. 7.25, fr. 12, Πα.., Παρθ. 2. 71: as third word, O. 5.12, O. 9.34, P. 2.5, N. 3.22,

    Κρητ]ῶν μαιομένων ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν Pae. 4.36

    as fourth word, or more,

    ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον

    ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89

    ἐσσόμενον προιδεῖν συγγενὲς οἷς ἕπεται N. 1.28

    τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακεὶς ὃς μὴ πόθῳ κυμαίνεται fr. 123. 4.
    6 in crasis, v. οὕνεκεν.
    7 fragg. ]

    νοιον ἃ σοὶ σε[ Πα.. 1 ]οῦν οἳ Ζην[ Pae. 6.154

    ]υἱὸν ἔτι τέξει· τὸν απ[ Pae. 10.21

    ἐγχώριαι, [ἀγ]λαὸς ἃς ἐν' ἑρκε[ (ἆς = ἕως Wil.)

    Πα. 12. 2. τόν ποτε[ Pae. 22.9

    ]τοὶ πρόιδ[ο]ν αἶσαν α[ (καί]τοι Schr.) fr. 140a. 49 (23) ]αδις, οὕς οἱ[ (οἱ encl. post vocalem P. ponere solet, nott. Snell) fr. 169, 51. ὃς Δολόπων ἄγαγε θρασὺν ὅμιλον fr. 183. B demonstrative (ὁ, τοῦ, [τοῖο coni.], τῷ, τόν, τοί, οἱ, τῶν, τοῖς, τοῖσιν), τούς; ἁ, τᾶς coni., τᾷ, τάν, ταί, αἱ, ταῖς, τάς; τό, τοῦ, τό, τά, τῶν, τά: ὅς, I. 2.11, v. A. 1. a. supra.)
    a

    μέν... δέ. ἀλλὁ μὲν Πυθῶνάδ' ᾤχετ ἰὼν. ἁ δὲ τίκτε θεόφρονα κοῦρον O. 6.37

    —9. [ τὸ μὲν τὸ δὲ, v. infra 5a, O. 7.23]

    ἐδόκησαν τάμνειν τέλος, τοὶ μὲν γένει φίλῳ σὺν Ἀτρέος Ἑλέναν κομίζοντες, οἱ δ' ἀπὸ πάμπαν εἴργοντες O. 13.58

    —9. [ τὰ μὲν τὰ δὲ. v. infra 5b, P. 2.65]

    Ἀσκλαπιόν. τὸν μὲν εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ πρὶν τελέσαι, κατέβα. ἁ δ' ἄλλον αἴνησεν γάμον P. 3.8

    —12.

    τοὺς μὲν ὦν λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν τοὺς δὲ τομαῖς ἔστασεν ὀρθούς P. 3.47

    —53.

    τοὺς μὲν μαλακαῖς ἐπαοιδαῖς ἀμφέπων, τοὺς δὲ προσανέα πίνοντας P. 3.51

    —2.

    ἐν δ' αὖτε χρόνῳ τὸν μὲν ὀξείαισι θύγατρες ἐρήμωσαν πάθαις εὐφροσύνας μέρος αἱ τρεῖς τοῦ δὲ παῖς P. 3.97

    —100. [διδύμους υἱοὺς τὸν μὲν Ἐχίονα, κεχλάδοντας ἥβᾳ, τὸν δ' Ἔρυτον (v. C. 1. a infra) P. 4.179] [ τὸ μὲν τὸ δ. v. 5. a infra P. 11.63—4.]

    τὸ μὲν δώσει, τὸ δ' οὔπω P. 12.32

    δράκοντας. τοὶ μὲν ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν. ὁ δ' ὀρθὸν μὲν ἄντεινεν κάρα N. 1.41

    —3. φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιο-

    τὰν λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ' ἄλλοι N. 7.55

    μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.55

    —6.

    ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον· τὸν δ' αὖ καταμεμφθέντ ἄγαν ἰσχὺν οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν θυμός N. 11.29

    —30. ]ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ ], ὦ Μοῖσαι· τοῦ δὲ παντέχ[νοις] Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; ( τοῦ coni. Hunt: τον Π.) Πα... ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει, ἁ δὲ Ὑμέναιον. ἁ δ' Ἰάλεμον Θρ. 3.. καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ;, τοὶ δὲ πεσσοῖς, τοὶ δὲ φορμίγγεσσι τέρπονται Θρ. 7. 6.
    b with μέν only
    I in μέν... δέ construction.

    ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν ἀπ' ἀγλαῶν δενδρέων, ὕδωρ δ ἄλλα φέρβει O. 2.73

    τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει, ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.8

    τῷ μὲν Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας. ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγώ P. 4.66

    τὸν μὲν οὐ γίνωσκον· ὀπιζομένων δ' ἔμπας τις εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86

    τοὶ μὲν ἀλλάλοισι ἀμειβόμενοι γάρυον τοιαῦτ. ἀνὰ δ P. 4.93

    [ τὸ μὲν ὅτι μάκαρ δὲ καὶ νῦν ὅτι v. 5. a. infra. P. 5.15]

    τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ P. 6.44

    [ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός v. 5. a infra N. 6.3]

    τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3

    τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν λέγονται ὅσσα δ ( τοί refers to Kleonymidai, v. 4) I. 4.7παῖδα τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν, θυμὸς δ' ἑπέσθω” anacoluthon I. 6.47

    τὰν μὲν πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα. σὲ δ I. 8.19

    ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε. βροτέων δὲ λεχέων τύχοισα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντI. 8.35

    καὶ τὸ μὲν διδότω θεός. [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται Pae. 2.53

    b in μέν... τε construction. [ τὸ μὲν ὅτι ὅτι τε v. 5. a. infra P. 2.31] [dub. N. 11.46]

    ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.30

    τὸ μὲν ἔλευσεν· ἴδον τ' ἄποπτα[ (τό = Medusa's head, Lobel: fort. adv.) *d. 4. 39.
    g in μέν... ἀτάρ construction.

    οἱ μὲν κρίθεν· ἀτὰρ Ἰάσων P. 4.168

    c with δέ only
    I in μέν... δέ construction.

    παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν οἵτινες ἔχαιρον εὐορκίαις ἄδακρυν νέμονται αἰῶνα, τοὶ δ' ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον O. 2.67

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν, ἔμπαλιν μὲν τέρψιος, οἱ δ ἀνιαραῖς ἀντικύρσαντες ζάλαις O. 12.11

    πολλοῖσι μὲν γὰρ. τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28

    θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας, ὁ δ' ἄρα γέροντα ξένον Στροφίον ἐξίκετο P. 11.34

    πολλὰ μὲν γὰρ ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.43

    ὃς μὲν ἀχρήμων, ἀφνεὸς τότε, τοὶ δ' αὖ πλουτέοντες fr. 124. 8. ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχ[υν], τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 31. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι, τοὺς δ ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά fr. 221. 3.
    II

    ὁ δέ... ὁ δέ. ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι ἔκ τ Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν, οἱ δ Ἄρκαδες, οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.67

    —8.
    III

    ἄλλος δέ... ὁ δέ. ἄλλαι δὲ δὔἐν Κορίνθου πύλαις ἐγένοντ ἔπειτα χάρμαι, ταὶ δὲ καὶ Νεμέας Ἐφαρμόστῳ κατὰ κόλπον O. 9.87

    IV where a μέν antithesis is suppressed.

    διασωπάσομαι οἱ μόρον ἐγώ· τὸν δ' ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται O. 13.92

    ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν, ὁ δὲ Νηρέος εὐβούλου Θέτιν παῖδα κλυτάν ( ὁ μὲν Κάδμος suppressed) P. 3.92

    Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα. ὁ δ ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος P. 6.33

    νέᾳ δ' εὐπραγίᾳ χαίρω τι· τὸ δ ἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα P. 7.18

    Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ' Ἀρισταῖον καλεῖν P. 9.65

    πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν. τοῖο δ' ὀργὰν κνίζον αἰπεινοὶ λόγοι (Hermann: τοῦ δὲ codd.: τοῖο refers to μιν) N. 5.32

    αὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων. τοὶ δ' ἐναντίον στάθεν N. 10.66

    ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ, τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.61

    ἐλάφῳ· τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν κάρα *fr. 107a. 6*. irregularly coordinated with rel., νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας α[ ]α χαίταν στεφάνοις ἐκόσμηθεν Παρθ. 2. 47. esp. after a speech, cf. Führer, Formproblem, 41—4,

    ὣς ἄρα μάνυε· τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι O. 6.52

    τὸν δὲ θαρσήσαις ἀγανοῖσι λόγοις ὧδ' ἀμείφθη ( ὣς μὲν ἔφα suppressed) P. 4.101

    τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.38

    τὸ δ' ἐναντίον ἔσκεν N. 5.31

    ὣς φάτο· τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν I. 8.45

    d followed by progressive μέν, emphasising esp. subject of preceding sentence.

    τῷ μὲν ειλτ;γτ;πε O. 1.73

    τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς ἔδωκεν O. 1.86

    τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασ O. 6.41

    τὸν μὲν κνιζομένα λεῖπε χαμαί O. 6.44

    τῷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πλόον εἶπε O. 7.32

    τοῖσι μὲν ἐξεύχετ O. 13.60

    τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ἄγων P. 3.72

    ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι. τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν (but perhaps τά refers to the general distribution of good and ill) P. 3.82φῶτα. τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσειP. 4.53

    ὣς φάτο· τὸν μὲν ἐσελθόντ' ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός P. 4.120

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος, τὰ μὲν ἄνευ ξυνᾶς ἀνίας λῦσονP. 4.154 τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε, ΠερικλύμενP. 4.174

    Κυράναν. ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς P. 9.18

    ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς (Tricl.: τεοῖσί τε codd.: τε del. Calliergus sec. Σ: refers to αὐτόν v. 8: perhaps ὁ μέν τὸ δέ is the correct antithesis) P. 10.11 τῷ μὲν Ἀλεκτρᾶν ὕπερθεν δαῖτα

    πορσύνοντες αὔξομεν I. 4.61

    τὸν μὲν κελήσατο νεκταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι καρτεραίχμαν Ἀμφιτρυωνιάδαν I. 6.37

    τοῦ μὲν ἀντίθεοι ἀρίστευον υἱέες I. 8.24

    τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον I. 8.56

    τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65

    adv. τὰ μέν, v. P. 11.46, N. 3.43, 5. b infra.
    e followed by progressive δέ, emphasising some previous word(s) not normally subject of the preceding sentence.

    Εὐρυτρίαιναν· ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73

    ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατὶ κατέχευας· ὁ δὲ κνώσσων ὑγρὸν νῶτον αἰωρεῖ P. 1.8

    ( θεραπόντεσσιν.) “ τῶν δ' ἐλάθοντο φρένεςP. 4.41 ( συγγενέσιν.)

    οἱ δ' ἐπέσποντ P. 4.133

    τῶν δ' ἀκούσαις αὐτὸς ὑπαντίασεν (where τῶν refers to the subject of the preceding sentence) P. 4.135 τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται (where τά refers to ἐσλά v. 73) P. 8.76

    ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.17

    ( ὥραισι καὶ Γαίᾳ.)

    ταὶ δ' νέκταρ ἐν χείλεσσιν καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι P. 9.62

    ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον (τὸ = τοῦτο, summing up the previous sentence) P. 11.25 ( Τειρεσίαν.)

    ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61

    ( Μοισᾶν.)

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν N. 5.25

    ( Νεοπτόλεμος.)

    ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε N. 7.36

    θρέψε δ' αἰχμὰν Ἀμφιτρύωνος. ὁ δ ὄλβῳ φέρτατος ἵκετ ἐς κείνου γενεάν ( is referred variously to Zeus and Amphitryon) N. 10.13 ἄνδωκε δ' αὐτῷ Τελαμών, ὀ δ ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους αὔδασε ( refers to αὐτῷ) I. 6.41 ( Θέμιν.) ἁ δὲ τίκτεν ἀλαθέας ὥρας (but perhaps δὲ balances μέν v. 1) fr. 30. 6. ὁ δὲ κηλεῖται Δ. 2. 21. ἁ δ' ἔργμασι[ Παρθ. 2.. ὁ δ ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[ (i. e. ?Herakles, who is the subject of the verb in v. 21) fr. 169. 26. τοὶ δ' αὐτ[ ?fr. 338. 9.
    f exx. with μέν... δέ, where the connection is obscured by lacuna. τοὶ δ' ἐπίμπλαν ἐσσύμενοι πίθους (? μέν suppressed) *fr. 104b. 3* δελφῖνος, τὸν μὲν ἀκύμονος ἐν πόντου πελάγει αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος (?rel.) fr. 140b. 16. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161.
    g combined with γάρ. ( παισὶ Λήδας.)

    τοῖς γὰρ ἐπέτραπεν Οὔλυμπόνδ' ἰὼν θαητὸν ἀγῶνα νέμειν O. 3.36

    ( Κόρινθον.)

    ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει O. 13.6

    ( Κάστορος.)

    τὸν γὰρ Ἴδας ἔτρωσεν N. 10.60

    αἰῶνος εἴδωλον (nom.). τὸ γάρ ἐστι ἐκ θεῶν fr. 131b. 2.
    h combined with καί. εὐναὶ δὲ παράτροποι ἐς κακότατ' ἀθρόαν ἔβαλον· ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ ( ποτὶ τὸν καὶ coni. Mommsen) P. 2.36 esp. with general reference to preceding, τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ (i. e. τὸ ἐπὶ Ἀμφιαράου ῥηθέν Σ.) O. 6.17

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

    ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν. τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61

    cf. O. 6.56
    i combined with

    καί... γάρ. καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48

    j followed by

    γε. περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε O. 10.45

    τὸν δὲ τετράκναμον ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον ὅγ P. 2.41

    [ τό γ' ἐπαρκέσαι (codd.: ὅ, τέ, σέ coni. edd.) N. 6.60]
    2 without particle.

    Πηλεύς τε καὶ Κάδμος ἐν τοῖσιν ἀλέγονται O. 2.78

    τὰν μεθέπων ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31

    ἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.20

    ἀέθλοις. τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς O. 7.80

    τοὺς ἀγαγὼν ζεύγλᾳ πέλασσεν μοῦνος P. 4.227

    Διὸς ἀγῶνι. τόν, ὦ πολῖται, κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ N. 2.24

    τὸν ἐθάμβεον Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα ( τόν = Jason, subj. of preceding sentence) N. 3.50 ( ῥῆμα.) τό μοι θέμεν

    ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9

    ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών, φρονεῖν δ' ἐνέπει τὸ παρκείμενον. τῶν οὐκ ἄπεσσι ( τῶν is referred by Σ, edd. to ἀρετάς, but should be considered as neuter) N. 3.76 Τηλεβόας ἔναρεν· τῷ ὄψιν ἐειδόμενος ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν (Mingarelli: ἔναιρεν· τί οἱ codd.: τῷ = Amphitryon) N. 10.15

    οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλ' ἐφ ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος. τῶν ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις ἔρνεσιν χαίταις ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν I. 1.28

    λέγε, τίνες Κύκνον, τίνες Ἕκτορα πέφνον ; τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν I. 5.43

    ( νιν).

    τὸν αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει I. 8.69

    ( τοκεῦσιν.)

    τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον ὄλβον ἐγκατέθηκαν Pae. 2.59

    πεφόρητο δ' ἐπ Αἰγαῖον θαμά (sc. Ἀστερία· τᾶς ὁ κράτιστος ἐράσσατο. (ἇς = ἕως coni. G-H.) Πα. 7B. 50. ( Ἀφροδίτας.) ἀλλ' ἐγὼ τᾶς ἕκατι τάκομαι (Wil.: τᾶσδ Hermann: δεκατιτας codd.) fr. 123. 10. τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου Θρ. 7. 1. with crasis, τοὔνεκα προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοί οἱ πάλιν therefore O. 1.65
    3 prospective, referring to a following rel. cl.

    μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς, οἷς ποτε O. 6.75

    ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί O. 7.10

    τοὺς μὲν ὦν, ὅσσοι μόλον, λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν P. 3.47

    cf. P. 7.18 λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ ποτ' Ὀικλέος παῖς ἐν ἑπταπύλοις ἰδὼν υἱοὺς Θήβαις αἰνίξατο (cf. C. 6. infra) P. 8.39
    4 τὰ καὶ τά, simm. ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν (τά τε ἀγαθὰ καὶ τὰ κακά Σ.) O. 2.53 ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων ( τουτέστι τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ κακά Σ, but perhaps varied blessings is meant) P. 5.55 φαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι (ἀντὶ τοῦ ἀγαθὰ καὶ κακά Σ.) P. 7.22 σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες ( καὶ λόγων καὶ ἔργων Σ.) N. 1.30 ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τέλος ἄκρον ἱκέσθαι. τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ (ἄλλα γὰρ ἄλλοις ἡ τύχη δίδωσι Σ.) I. 4.33 Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει (καὶ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ φαῦλα Σ.) I. 5.52

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σόν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132

    5 adverbial usages.
    a τό. ἴων ἀκτῖσι βεβρεγμένος ἁβρὸν σῶμα· τὸ καὶ κατεφάμιξε καλεῖσθαί νιν χρόνῳ σύμπαντι μάτηρ τοῦτ' ὄνυμ ἀθάνατον wherefore O. 6.56 τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται. τὸ δ' Ἀμυντορίδαι ματρόθεν Ἀστυδαμείας on the one side... on the other O. 7.23

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι· τὸ μὲν ἥρως ὅτι, ὅτι τε P. 2.31

    τὸ μὲν, ὅτι βασιλεὺς ἐσσί. μάκαρ δὲ καὶ νῦν, ὅτι in the first place P. 5.15 τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν ( wherefore: others interpret τό as rel.) P. 5.39 υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου at one time... at another P. 11.63—4.

    ὡς τὸ μὲν οὐδέν, ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός N. 6.3

    [ τὸ μὲν. v. B. 1. b. β, Δ.. 3.] τὸ δὲ κοι[ Θρ. 3. 4.
    b τά. τὰ δὲ Παρρασίῳ στρατῷ θαυμαστὸς ἐὼν φάνη then again O. 9.95 τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ πρὸ Δαρδάνου τειχέων ἐδόκησαν then again O. 13.55 ὅθεν φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον, τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι sometimes... sometimes P. 2.65 τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει then again P. 8.28 τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι on the one hand i. e. as opp. to their exploits in athletics P. 11.46 Ἀχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις at first N. 3.43 ἐν βάσσαισιν Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους, τὰ δὲ κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ κάρυξε Θήβαν ἱπποδρομίᾳ κρατέων ( and further, μὲν being suppressed) I. 2.11
    c τῶ, v. τῶ.
    6 fragg.

    τοὶ τα[ Pae. 6.70

    ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε Pae. 20.10

    ὁ δ ἐπραυν[ε fr. 215b. 4. οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν ( ὁ δ' πέποιθεν v. l.) fr. 219. C articular. (ὁ, τοῦ, τόν, οἱ, τῶν; ἁ, τᾶς, τᾷ, τάν, αἱ, ταί, τᾶν, ταῖς, τάς; τό nom., acc.; τά, τῶν, τά: in crasis O. 1.45, O. 13.38, N. 7.104; O. 10.70, I. 2.10)
    1 c. subs. prop.
    a

    τᾶν Ὀλυμπιάδων O. 1.94

    ἅ τε Πίσα O. 3.9

    τᾶν κλεινᾶν Συρακοσσᾶν O. 6.6

    ὁ Χρυσοκόμας O. 6.41

    , O. 7.32

    ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον Χρόνος O. 10.53

    τὰν ὀλβίαν Κόρινθον O. 13.4

    τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53

    τᾶς ὀφιώδεος υἱόν ποτε Γοργόνος O. 13.64

    ὁ καρτερὸς Βελλεροφόντας O. 13.84

    ἅ τ' Ἐλευσίς, ἅ τ Εὔβοια O. 13.110

    ἁ Μινύεια O. 14.19

    τᾶν λιπαρᾶν ἀπὸ Θηβᾶν P. 2.3

    ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς P. 2.10

    ὁ χρυσοχαῖτα Ἀπόλλων P. 2.16

    τὸ Καστόρειον P. 2.69

    ὁ δὲ Ῥαδάμανθυς P. 2.73

    ἅ τε Πυθώ P. 4.66

    τὸν μὲν Ἐχίονα τὸν δ' Ἔρυτον (contra Des Places, 44) P. 4.179

    τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας P. 4.276

    αἱ μεγαλοπόλιες Ἀθᾶναι P. 7.1

    ὁ χαιτάεις Λατοίδας P. 9.5

    τὸ Πελινναῖον ἀπύει P. 10.4

    τὸν Ἱπποκλέαν P. 10.57

    τὸν Ἰφικλείδαν Ἰόλαον P. 11.59

    ταῖς μεγάλαις Ἀθάναις N. 2.8

    ἁ Σαλαμίς γε N. 2.13

    τὸν μέγαν πολεμιστὰν Ἀλκυονῆ N. 4.27

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν N. 5.44

    διὰ τὸν ἁδυεπῆ γενέσθ' Ὅμηρον N. 7.21

    ὁ καρτερὸς Αἴας N. 7.26

    τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.2

    ἐκ τᾶς ἱερᾶς Σικυῶνος N. 9.53

    ὁ Τυνδαρίδας N. 10.73

    τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον I. 1.7

    ἁ Μοῖσα γὰρ I. 2.6

    ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις I. 2.20

    τὰν πυροφόρον Λιβύαν I. 4.54

    τὰν κυανάμπυκα Θήβαν fr. 29. 3. ἁ Κοιογενὴς fr. 33d. 3.

    ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς Pae. 1.5

    ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος Pae. 6.28

    ἐς τὸν βαθὺν Τάρταρον Pae. 4.44

    ὁ πόντιος Ὀρσιτρίαινα Pae. 9.47

    ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις fr. 75. 4. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι, Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 1. τὰν λιπαρὰν μὲν Αἴγυπτον ἀγχίκρημνον fr. 82. ὁ [Λοξ]ίας Παρθ. 2. 3. ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 1. ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ( τᾶς del. Schr.) fr. 106. 6. τῶ[ν..Λο]κρῶν τις (supp. Wil.) fr. 140b. 4.
    b c. subs., in apposition to subs. prop.

    Χρόνος, ὁ πάντων πατήρ O. 2.17

    Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν P. 4.250

    Ζεὺς ὁ θεῶν σκοπὸς Pae. 6.94

    Νηρεὺς δ' ὁ γέρων Pae. 15.4

    Νόμος ὁ πάντων βασιλεύς fr. 169. 1.
    c c. gen., sc.

    υἱός. τὸν Αἰνησιδάμου O. 2.46

    Σᾶμος ὁ Ἁλιροθίου (Boeckh: om. codd.) O. 10.70

    βία Φώκου κρέοντος, ὁ τᾶς θεοῦ N. 5.13

    d c. gen., in apposition.

    πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77

    παῖς ὁ Λατοῦς O. 8.31

    παῖς ὁ Λικυμνίου Οἰωνός O. 10.65

    παῖς ὁ Θεαρίωνος Σωγένης N. 7.7

    2 c. subs.
    a

    ὁ δὲ χρυσὸς O. 1.1

    τὸ δὲ κλέος O. 1.93

    ὁ μὰν πλοῦτος O. 2.53

    τῶν δὲ μόχθων O. 8.7

    ὁ δὲ λόγος P. 1.35

    τὸν εὐεργέταν P. 2.24

    ἁ δ' ἀρετὰ P. 3.114

    ὁ γὰρ καιρὸς P. 4.286

    ὁ πλοῦτος P. 5.1

    τὸν εὐεργέταν P. 5.44

    ὁ χρυσὸς N. 4.82

    τᾶς θεοῦ N. 5.13

    εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (Boeckh: ἑὰν, ἐὰν codd., Σ.) N. 7.25

    ὁ μάρτυς N. 7.49

    ἁ κέλευθος I. 2.33

    ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς I. 4.19

    τίς ὁ ῥυθμὸς ἐφαίνετο; Pae. 8.67

    τὰν παῖδα δε[ Πα. 22.i. 2. ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον Δ. 2. 2. τὸ δ' ὄργανον (acc.) *fr. 107b. 2* Διὸς παῖς ὁ χρυσός fr. 222. 1. ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242.
    b with intervening adj.

    ὁ πολύφατος ὕμνος O. 1.8

    ὁ μέγας δὲ κίνδυνος O. 1.81

    τὸν ἀλαθῆ λόγον O. 1.28

    τὸν εὐνομώτατον ἐς ἔρανον O. 1.37

    τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν O. 1.99

    τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον O. 2.30

    τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36

    τὰν σὰν πόλιν O. 5.4

    τὰν νέοικον ἕδραν O. 5.8

    τὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας O. 7.13

    ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος O. 8.28

    ὁ μέλλων χρόνος O. 10.7

    τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77

    τὸ συγγενὲς ἦθος O. 13.13

    τὰ πολλὰ βέλεα O. 13.95

    τὸν αἰχματὰν

    κεραυνὸν P. 1.5

    ὁ πᾶς χρόνος P. 1.46

    τὸν προσέρποντα χρόνον P. 1.56

    ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72

    τὰν εὔυδρον ἀκτὰν P. 1.79

    αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι P. 2.30

    τὸν δὲ τετράκναμον δεσμὸν P. 2.40

    τὰν πολύκοινον ἀγγελίαν P. 2.41

    τὰν ἀπείρονα δόξαν P. 2.64

    ὁ λάβρος στρατός P. 2.87

    τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν P. 3.62

    ὁ μέγας πότμος P. 3.86

    τὸ πάγχρυσον νάκος acc. P. 4.68

    τὸν δὲ παμπειθῆ γλυκὺν πόθον P. 4.184

    τὰν ἀκίνδυνον αἰῶνα P. 4.186

    τὸ κλεεννότατον μέγαρον (nom.) P. 4.280

    τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13

    αὐτοῦ μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ P. 6.38

    τὰ καλὰ ἔργα P. 7.19

    ὁ Παρνάσσιος μυχὸς P. 10.8

    ὁ χάλκεος οὐρανὸς P. 10.27

    τό τ' ἀναγκαῖον λέχος acc. P. 12.15 [ τὸν ἐχθρότατον μόρον codd. N. 1.65]

    τὸν ἅπαντα χρόνον N. 1.69

    ὁ θνατὸς αἰών ( om. codd.: supp. Tricl.) N. 3.75

    αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες N. 4.2

    τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων N. 4.83

    Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.23

    τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.30

    ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ N. 7.12

    τὰ τέρπν' ἄνθἐ Ἀφροδίσια acc. N. 7.53

    τῶν ἀρειόνων ἐρώτων N. 8.5

    τὸ κρατήσιππον γὰρ ἐς ἅρμ' ἀναβαίνων N. 9.4

    τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.25

    Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν N. 10.36

    τὸ θαητὸν δέμας acc. N. 11.12

    τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41

    τὸ πάντολμον σθένος acc. fr. 29. 4.

    τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.111

    τὰν θεμίξενον ἀρετάν Pae. 6.131

    ὁ παγκρατὴς κεραυνὸς Δ. 2. 1. τᾶν τ' ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν fr. 75. 6. ἐπὶ τὸν κισσοδαῆ θεόν ( τὸν om. unus cod., fort. recte) fr. 75. 9. τὸν ἱρόθυτον θάνατον (verba secl. Sternbach) fr. 78. 3. τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτου, τὸ σαυτα μέλος codd.) fr. 97. τὸ φαιδρὸν φάος acc. fr. 109. 2. τᾶς χλωρᾶς λιβάνου (Tittmann: τὰν, τὰς codd.) fr. 122. 3. τὸν λοιπὸν χρόνον fr. 133. 5. ταῖς ἱεραῖσι μελίσσαις fr. 158. τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1. ὁ κρατιστεύων λόγος fr. 180. 3.
    c with intervening phrase, e. g. gen.

    μετὰ τὸ ταχύποτμον ἀνέρων ἔθνος O. 1.66

    μνᾶμα τῶν Οὐλυμπίᾳ κάλλιστον ἀέθλων O. 3.15

    παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνονO. 4.27

    αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ O. 7.30

    ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατὴρ O. 7.70

    ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω μιν O. 7.83

    [ τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχαν (codd.: μάχας Schr.) O. 8.58]

    τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος O. 9.1

    τὸν Ὀλυμπιονίκαν Ἀρχεστράτου παῖδα O. 10.1

    ὁ δ' ἄῤ ἐν Πίσᾳ ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν Διὸς ἄλκιμος υἱὸς O. 10.43

    τὸ δὲ κύκλῳ πέδον O. 10.46

    τὰν πολέμοιο δόσιν O. 10.56

    τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κτίσιν O. 13.83

    ταί θ' ὑπ Αἴτνας ὑψιλόφου καλλίπλουτοι πόλιες O. 13.111

    ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι P. 1.18

    τὰν Φιλοκτήταο δίκαν P. 1.50

    ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72

    τᾶν πρὸ Κιθαιρῶνος μαχᾶν (Wil.: τὰν μάχαν codd.) P. 1.77

    τὸν δὲ ταύρῳ χαλκέῳ καυτῆρα νηλέα νόον Φάλαριν P. 1.95

    τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ δαίμον P. 3.108

    τὸ Μηδείας ἔπος P. 4.9

    τᾶν ἐν δυνατῷ φιλοτάτωνP. 4.92

    τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν P. 4.263

    οὐ τὰν Ἐπιμηθέος ἄγων ὀψινόου θυγατέρα Πρόφασιν P. 5.27

    τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.106

    ἁ δικαιόπολις ἀρεταῖς κλειναῖσιν Αἰακιδᾶν θιγοῖσα νᾶσος P. 8.22

    τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23

    τᾷ Δαιδάλου δὲ μαχαίρᾳ N. 4.59

    ὁ δὲ λοιπὸς εὔφρων ποτὶ χρόνος ἕρποι N. 7.67

    τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102

    οἵ τ' ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.12

    ταῖς Ἐπάφου παλάμαις N. 10.5

    καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον N. 10.25

    τὸ δὲ Πεισάνδρου πάλαι αἷμ acc. N. 9.33 τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα acc. I. 1.1

    τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.9

    τεύχων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας. τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν I. 1.34

    τὸν Μινύα τε μυχόν I. 1.56

    τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα acc. I. 1.57

    Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58

    οἱ μὲν πάλαι, ὦ Θρασύβουλε, φῶτες I. 2.1

    νῦν δ' ἐφίητι λτ;τὸγτ; τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ (supp. Heyne: om. codd.) I. 2.9

    τὸ δ' ἐμὸν οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν κέαρ ὕμνων γεύεται I. 5.19

    ὁ Κλεονίκου παῖς I. 6.16

    καὶ τὸν βουβόταν οὔρει ἴσον Φλέγραισιν εὑρὼν Ἀλκυονῆ I. 6.32

    τὸν Ἀργείων τρόπον I. 6.58

    τὰν Ψαλυχιδᾶν τε πάτραν I. 6.63

    τόν δὲ Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον I. 6.65

    τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων I. 7.1

    ὅ τοι πτερόεις ἔρριψε Πάγασος I. 7.44

    τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον I. 8.9

    τὰν Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ' ἑκαταβόλου συμβουλίαν λαβών fr. 2. 2. τὰν Διωνύσου πολυγαθέα τιμὰν fr. 29. 5. ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων fr. 33. τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος acc. fr. 35b. τὸν τρικάρανον Πτωίου κευθμῶνα κατέσχεθε fr. 51b.

    τὰν δὲ λαῶν γενεὰν Pae. 1.9

    [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος Pae. 2.54

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἄστυ nom. Πα.. 32. τὰ θεῶν βουλεύματ acc. fr. 61. 3. τὰς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας fr. 123. 2. τὰν ἐνθάδε νύκτα Θρ.. 2. τὸν ἄπειρον ἐρεύγονται σκότον fr. 130 ad Θρ.. τὸν ὕπερθεν ἅλιον fr. 133. 2. τὸν Ἰάσονος εὔδοξον πλόον fr. 172. 6. ταὶ δὲ Χίρωνος ἐντολαί (Hermann: αἱ codd.) fr. 177c. ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται *fr. 181* ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190.
    d where a sentence or major part thereof intervenes between article and noun, so that the usage is almost demonstrative.

    τῶν γὰρ πεπραγμένων ἔργων τέλος O. 2.15

    ἅ μ' ἐθέλοντα προσέρπει ματρομάτωρ ἐμὰ (but v. A. 1. a supra) O. 6.83

    τὸ γὰρ ἐμφυὲς ἦθος O. 11.19

    αἵ γε μὲν ἀνδρῶν ἐλπίδες O. 12.5

    ταὶ Διωνύσου χάριτες O. 13.18

    ὁ δ' ἦρα χρόνῳ ἵκετ ἀνὴρ ἔκπαγλος P. 4.78

    [ τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον (Boeckh: ἂν codd.: ἔν Chaeris) P. 4.258]

    ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος P. 5.55

    τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος (v. γαρύω) P. 5.72

    τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος P. 8.32

    φυᾷ τὸ γενναῖον ἐπιπρέπει ἐκ πατέρων παισὶ λῆμαP. 8.44 ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳἌδραστος ἥρωςP. 8.48

    ὁ δὲ τὰν εὐώλενον θρέψατο παῖδα Κυράναν P. 9.17

    ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος P. 12.13

    ὄφρα τὸν Εὐρυάλας γόον P. 12.20

    τὰν πολυξέναν νᾶσον Αἴγιναν N. 3.2

    ὁ δ' εὖ φράσθη Ζεὺς N. 5.34

    ὁ δὲ χάλκεος οὐρανός N. 6.3

    ὁ δ' Ζεὺς N. 9.24

    ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12

    [cf.

    τὸν μὲν κτἑ I. 6.37

    ]

    ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος I. 7.39

    τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.12

    ἁ δὲ τὰς τίκτεν ἀλαθέας ὥρας fr. 30. 6.

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.132

    τὸν ἀοιδότατον τρέφον κάλαμον fr. 70. 1. ὁ δὲ Καινεὺς Θρ. 6. 7. repeated, ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος ὃν Μαλέας ὄρος ἔθρεψε, Ναίδος ἀκοίτας Σιληνός fr. 156. cf.

    πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51

    e in apposition, with phrase following.

    στέφανων ἄωτον γλυκὺν τῶν Οὐλυμπίᾳ O. 5.2

    ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου (Schr.: μάχαν codd.) O. 8.58

    ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας P. 1.72

    τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε συνθέμενος ῥῆμα πόρσυν P. 4.277

    φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

    βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε N. 6.42

    παίδων τε παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν (fort. rel.?) N. 7.101

    κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15

    ἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησενN. 10.41
    3 c. adj., part.
    a adj.

    ἅπαντα τὰ μείλιχα O. 1.30

    τὸ δ' ἔσχατον O. 1.113

    τὰ δ' ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ ἀλιτρὰ O. 2.58

    ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει O. 2.85

    οἱ δύο O. 8.38

    τὰ τέρπν O. 9.28

    τὰ τοιαῦτ O. 9.40

    τὸ δὲ σαφανὲς O. 10.55

    τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα O. 14.5

    οἱ σοφοὶ P. 2.88

    τοῖς ἀγαθοῖς P. 2.96

    τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω P. 3.83

    τὸν μονοκρήπιδα P. 4.75

    τοῖς ἀγαθοῖς P. 4.285

    ὁ δ' ἀρχαγέτας ἔδωκ Ἀπόλλων P. 5.60

    [ τὸ δ' ἐμὸν (v. γαρύω) P. 5.72] τὸ λοιπὸν (adv.) P. 5.118 τὸ μαλθακὸν acc. P. 8.6

    τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας P. 8.64

    τὸ τερπνὸν nom. P. 8.93

    τὸν ἐχθρὸν P. 9.95

    τὸ δὲ συγγενὲς nom. P. 10.12

    τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν P. 10.19

    τὰ μέγιστ acc. P. 10.24 Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν nom. P. 11.41

    τὰ μέσα P. 11.52

    τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτὸν P. 12.30

    τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει N. 1.53

    τὸ καλλίνικον N. 3.18

    τὰ μακρὰ N. 4.33

    τὸ μόρσιμον N. 4.61

    , N. 7.44

    τὸ συγγενὲς N. 6.8

    τὸ τερπνὸν N. 7.74

    τὸ μὲν λαμπρὸν τῶν δ' ἀφάντων N. 8.34

    τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ I. 2.9

    τὸν ἐσλόν I. 2.7

    τῶν ἀπειράτων I. 4.30

    τὸν ἐχθρόν I. 4.48

    τὸν φέρτατον θεῶν I. 7.5

    τὰ μακρὰ I. 7.43

    τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ I. 7.47

    τὸ μὲν ἐμόν I. 8.38

    ὁ κράτιστος Πα. 7B. 50.

    τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον] Pae. 8.74

    τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον fr. 81 ad Δ. 2. τὸ κοινόν fr. 109. τὸ πάν fr. 140d. τὸ βιαιότατον fr. 169. 3.
    b in apposition.

    παῖς ὁ κισσοφόρος O. 2.27

    ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν O. 5.12

    θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας O. 7.34

    καλλίνικος ὁ τριπλόος κεχλαδὼς O. 9.2

    πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα O. 10.88

    Χίρωνα τὸν ἀποιχόμενον P. 3.3

    θύγατρες αἱ τρεῖς P. 3.97

    Ζεὺς ὁ γενέθλιος ἀμφοτέροιςP. 4.167 καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd.: τῷ ἐχθροτάτῳ μόρῳ Beck: alii alia) N. 1.65

    ὁ Τελαμωνιάδας N. 4.47

    λόγον Αἰακοῦ παίδων τὸν ἅπαντα N. 4.72

    [ προπάτωρ ὁ σὸς (codd.: del. Boeckh) N. 4.89] ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N.7.24.

    ὡς παισὶ κλέος μὴ τὸ δύσφαμον προσάψω N. 8.37

    ζωᾶς ἄωτον τὸν ἄλπνιστον I. 5.12

    κόμπον τὸν ἐοικότ I. 5.24

    Ζεὺς ὁ πάντων κύριος I. 5.53

    λόγον τὸν ἐθέλοντα γενέσθαι Pae. 2.79

    Ἀπόλλων ὁ χρυσοκόμας Pae. 5.41

    Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος fr. 125. 1. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς fr. 141. ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἁρμόζοισα θαητοῖσι γυίοις, ἀμφὶ δὲ (where the τε δέ connection is irregular) P. 4.80
    c c. part.

    ὁ νικῶν O. 1.97

    τὸ μέλλον O. 2.56

    σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ O. 2.86

    ὁ δὲ πάλᾳ κυδαίνων Ἔχεμος Τεγέαν O. 10.66

    τῶν δὲ μελλόντων O. 12.9

    τά τ' ἐσσόμενα O. 13.103

    τῶν ἀπεόντων P. 3.20

    τὰ ἐοικότα P. 3.59

    ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχών P. 8.88

    τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ P. 9.93

    ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων P. 11.30

    τὸ παρκείμενον N. 3.75

    λόγον ὁ μὴ συνιείς N. 4.31

    τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων N. 6.55

    ὁ πονήσαις δὲ νόῳ I. 1.40

    τὸ σεσωπαμένον I. 1.63

    τῶν τότ' ἐόντων I. 4.27

    ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος ἁβρὰ πάσχειν fr. 2. 1. τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. τῷ παρέοντι fr. 43. 4.

    τῶν γὰρ ἀντομένων Pae. 2.42

    τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον Pae. 2.52

    ὁ δὲ καλόν τι πονήσαις Pae. 2.66

    τά τ ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.83

    ὁ δὲ μηδὲν ἔχων Παρθ. 1.. τὸ πεπρωμένον fr. 232.
    4 c. inf., pro subs.

    τὸ δὲ τυχεῖν O. 2.51

    τὸ λαλαγῆσαι O. 2.97

    τὸ διδάξασθαι O. 8.59

    τὸ μὴ προμαθεῖν O. 8.60

    τό γε λοιδορῆσαι O. 9.37

    τὸ καυχᾶσθαι O. 9.38

    τὸ δὲ παθεῖν P. 1.99

    τὸ πλουτεῖν δὲ P. 2.56

    καὶ τὸ σιγᾶν N. 5.18

    ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.44

    τὸ δὲ φυγεῖν Δ... τὸ γὰρ πρὶν γενέ[σθαι (G-H, sed alia possis) Παρθ. 1. 20.
    5 c. adv.
    a pro subs.

    τῶν γε νῦν O. 1.105

    τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44

    νεότατος τὸ πάλιν ἤδη O. 10.87

    τῶν πάροιθε P. 2.60

    τὰ πόρσω P. 3.22

    τῶν πάλαι P. 6.40

    τῶν νῦν δὲ P. 6.43

    ὁ δ' ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται τῶν πάλαι προθανόντων ( τῶν προθανόντων?) P. 2.56
    b pro adv.

    τὸ πολλάκις O. 1.32

    ἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι, τὰ ματρόθεν μὲν κάτω τὰ δ' ὕπερθε πατρός P. 2.48

    εἶδον γὰρ τὰ πόλλ' ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον P. 2.54

    τὸ νῦν τε καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117

    τὸ δὲ οἴκοθεν ἀντία πράξειP. 8.51 τὸ πρῶτονP. 9.41

    τὸ πρίν P. 11.39

    τό γέ νυν P. 11.44

    τὰ πόλλ N. 2.2

    τὸ πρῶτον N. 3.49

    τὸ λοιπὸν N. 7.45

    τὸ πάροιθε fr. 33d. 1. τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2. 42.
    6 c. subs. phrase.

    τὸ δὲ φυᾷ κράτιστον ἅπαν O. 9.100

    Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98

    τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ O. 13.101

    τὰ δ' ὑπ ὀφρύι Παρνασσίᾳ O. 13.106

    ἀνέχει τότε μὲν τὰ κείνων P. 2.89

    τὸ πὰρ ποδός P. 3.60

    τὰ δ' εἰς ἐνιαυτὸν P. 10.63

    τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα P. 11.52

    τὰ δ' οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ N. 2.23

    Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν N. 4.69

    τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.42

    τὰ δ' ἄλλαις ἁμέραις πολλὰ μὲν ἐν κονίᾳ χέρσῳ, τὰ δὲ γείτονι πόντῳ φάσομαι N. 9.42

    μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος N. 10.4

    τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ as for what comes from Zeus N. 11.43 but cf. 2d supra.
    7 ὁ αὐτός, the same

    τωὔτ' ἐπὶ χρέος O. 1.45

    μηνός τε τωὐτοῦ O. 13.38

    ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμφιπολεῖν ἀπορία τελέθει (Σ: ταῦτα codd.) N. 7.104
    8 fragg. ]

    ογοι τῶν γε δε[ Pae. 6.176

    ὁ μέγιστ[ος Πα. 7. a. 3.

    τῷ δ[ Pae. 10.22

    πολ]λὰ μὲν τὰ πάροιθ' τὰ δ α[ Παρθ. 2. 31. τὸ δ ἀλαθε[ ] κατέστα φάος[ ?fr. 337. 9.

    Lexicon to Pindar >

См. также в других словарях:

  • προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • Λευκό Όρος — (γαλλ. Mont Blanc, ιταλ. Monte Bianco). Ορεινός όγκος των δυτικών Άλπεων ο οποίος καταλήγει στην ομώνυμη ψηλότερη κορυφή της ευρωπαϊκής ηπείρου (4.807 μ.), μετά την κορυφή Ελμπρούζ του Καυκάσου. Εκτείνεται στα σύνορα Ιταλίας, Γαλλίας και Ελβετίας …   Dictionary of Greek

  • Ελαιών, όρος — Βουνό που αναφέρεται πολλές φορές στα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης. Βρίσκεται κοντά στα Ιεροσόλυμα, από τα οποία χωρίζεται με την κοιλάδα του Ιωσαφάτ, στην οποία ρέει ο χείμαρρος των Κέδρων. Στα αρχαία χρόνια η τοποθεσία ήταν γεμάτη …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

  • ВЕЛИКИЕ ПОНЕДЕЛЬНИК, ВТОРНИК, СРЕДА — Первые 3 дня Страстной cедмицы, начало непосредственной подготовки к празднику Пасхи. Главным содержанием богослужения этих дней является размышление о приближающемся воспоминании Страстей Господних. Кроме того, эти дни посвящены притчам и… …   Православная энциклопедия

  • ИОАНН XIV КАЛЕКА — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Καλέκας] (1283, Апрос, Фракия 29.12.1347, К поль), патриарх К польский (февр. 1334 2 февр. 1347), визант. ученый, юрист, ритор и писатель. Род. в незнатной провинциальной семье; по месту рождения известно его прозвище Иоанн… …   Православная энциклопедия

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • Βόρας ή Καϊμακτσαλάν — Όρος της Μακεδονίας, το τρίτο σε ύψος στην Ελλάδα (2.524 μ.), κατά μήκος της μεθορίου μεταξύ Ελλάδας και Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Αρχίζει από τα πρώτα υψώματα της πεδιάδας της Φλώρινας και φτάνει μέχρι τον Αξιό ποταμό,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»